Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Βύθιση ή ανάπτυξη

Αντώνη Α. Αντωνίου, στην εφημερίδα ''το Βήμα'', 25 Φεβρουαρίου 2012

Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί για πληροφόρηση γύρω από τη χρηματοπιστωτική μας κρίση. Παρά την τεράστια αυτή ποσότητα πληροφόρησης κάποιες πλευρές της κρίσης παραμένουν παραγνωρισμένες ή αθέατες. Μια πρώτη σιωπή αφορά την έλλειψη συγκροτημένης ευρωπαϊκής αναπτυξιακής στρατηγικής επικεντρωμένης στη σύγκλιση. Αν υπήρχε αυτή η στρατηγική θα είχε μεταξύ των άλλων σαν αποτέλεσμα την αποφυγή δημιουργίας της κρίσης. Αντίθετα η Ευρωπαϊκή Ένωση με μέτρα που έλαβε, και κυρίως με προγράμματα που προώθησε, συνέβαλε στη σημερινή βαθιά και επικίνδυνη κρίση.

Σε καμιά περίπτωση βέβαια δεν μειώνεται η ευθύνη των πολιτικών της Ελλάδας στη δημιουργία της δημοσιονομικής κρίσης. Τα εισερχόμενα από την ΕΕ χρήματα θεωρήθηκαν «μάνα εξ ουρανού» και η απορρόφησή τους άκριτη προτεραιότητα. Συνυπεύθυνοι, όμως, είναι και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί που σήμερα παριστάνουν τους τιμητές. Η Ευρώπη δέσμια εθνικών επιδιώξεων και απότοκος συγκερασμών δεν στάθηκε ικανή να χαράξει αναπτυξιακή στρατηγική με πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Έκρυψαν τα προβλήματα κάτω από το χαλί και ακόμη και σήμερα που η παγκόσμια κρίση θέτει τα θέματα με ιδιαίτερη ένταση επιμένουν σε εθνικές και κοντόφθαλμες τακτικές και στρατηγικές.

Με σοβαρές ευθύνες της ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της αγροτικής παραγωγής της Ελλάδας εμφανίστηκαν έντονα προβλήματα αναπτυξιακής προοπτικής. Χωρίς ουσιαστική αποτίμηση της δυναμικής των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων επιδοτήθηκαν προϊόντα, όπως το βαμβάκι, τα οποία αλλιώς ποτέ δεν θα μπορούσαν να έχουν προοπτική. Κατά συνέπεια η αγροτική παραγωγή έγινε μόνιμα δέσμια των χρηματικών εισροών από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αγρότες μετατράπηκαν σε ένα είδος εξαρτημένου από το κράτος και την Ε.Έ. επαγγελματία. Οδηγήθηκαν στο να εγκαταλείψουν μη επιδοτούμενες καλλιέργειες οι οποίες είχαν σημαντικά μικρότερες αποδόσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο η αυτοκατανάλωση και η μικρή μη επιδοτούμενη παραγωγή μειώθηκε. Δεν αναπτύχθηκαν μονάδες παραγωγής για την κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών και οι εισαγωγές αυξήθηκαν.

Αυτή η στροφή στον καταναλωτισμό του αγροτικού νοικοκυριού ευνοούσε, βέβαια, τις εξαγωγές των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης. Η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε όταν αναδιαμορφώθηκαν οι αγροτικές επιδοτήσεις. Μάλιστα οι αλλαγές έφεραν πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα γιατί αντί των παραγόμενων ποσοτήτων επιδοτήθηκαν τα καλλιεργούμενα στρέμματα. Μ'αυτό τον τρόπο  ήλθε η αδιαφορία για την παραγόμενη ποσότητα και σε πολλές περιπτώσεις φτάσαμε στην πλήρη εγκατάλειψη της παραγωγής αφού το κυρίως εισόδημα που προερχόταν από τις επιδοτήσεις ήταν έτσι κι αλλιώς κατοχυρωμένο και η καθαυτό παραγωγή απέδιδε ελάχιστα ή μηδενικά οφέλη.

Οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ από αυτή την εγκατάλειψη των καλλιεργειών ήταν και είναι σημαντικές αφού επηρεάστηκαν αρνητικά όχι μόνο τα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα αλλά και οι συναφείς δραστηριότητες εμπορίου και μεταποίησης. Η οπτική των αλλαγών στην κοινή αγροτική πολιτική αφορούσε την λογική μοιράσματος της πίτας σε μια ΕΕ που διευρυνόταν προς τα ανατολικά. Έλειψε ο προβληματισμός αναδιαμόρφωσης στη βάση της επίτευξης μεγαλύτερων αναπτυξιακών στόχων. Επιπλέον δεν ευνοήθηκαν ενέργειες καθετοποίησης της παραγωγής με αποτέλεσμα να εισάγουμε προϊόντα τα οποία θα μπορούσαμε να τυποποιήσουμε όπως π.χ. συσκευασμένους χυμούς πορτοκαλιών και φαρμακευτικό βαμβάκι.

Στον τομέα της μεταποίησης οι ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξαν τεράστιες. Μεταξύ των άλλων ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στα όρια του επιτρεπτού δανεισμού επιδοτούνταν επιχειρήσεις για να μεταφέρουν δραστηριότητες στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων και ανθρώπινου δυναμικού επιδοτήθηκαν να μετακινηθούν με ιδιαίτερα δυσμενή αποτελέσματα στο ΑΕΠ. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, σαν σε μαγική εικόνα, η Ελλάδα μετατράπηκε από εξαγωγέας κεφαλαίων και μεγάλος επενδυτής σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης σε υπερχρεωμένο και δύσκολα διασώσιμο εταίρο.

Στο τομέα της κατάρτισης η όποια δυναμική υπήρχε με την ανάπτυξη της λαϊκής επιμόρφωσης την δεκαετία του '80 αποδυναμώθηκε αφού η κατάρτιση σταμάτησε να βασίζεται στο ενδιαφέρον του εκπαιδευομένου. Οι καταρτιζόμενοι πληρωνόταν για να συμμετάσχουν στην κατάρτιση με αποτέλεσμα η διάθεση για την επιδότηση να επισκιάσει τη διάθεση για μάθηση και η αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού να παραμείνει κενό γράμμα. Βαθμιαία τα προγράμματα κατάρτισης μετατράπηκαν σε προγράμματα επιδότησης ανέργων και πλουτισμού ιδιωτών καταρτιζόντων.

Ένα πιο πρόσφατο κραυγαλέο παράδειγμα αποτελεί η επιδοτούμενη δημιουργία κέντρων αποκατάστασης τα οποία χάρις στα κονδύλια της ΕΕ φύτρωσαν σε όλη την Ελλάδα. Μπορεί να ήταν χρήσιμη η δημιουργία τους αλλά ενώ βρισκόμασταν στα όρια υπερχρέωσης, αυτή ήταν η επιδότηση στην οποία έπρεπε να κατευθυνθεί η χώρα; Πρόκειται για μια επιδότηση που ενέτεινε την αύξηση των δαπανών υγείας την ίδια χρονική στιγμή που ήταν δυσχερής η κάλυψη σημαντικών δαπανών όπως των δαπανών των νοσοκομείων.

Είναι σαφείς, λοιπόν οι ευθύνες της ΕΕ στην δημιουργία της κρίσης χρέους. Το τραγικότερο όλων είναι ότι εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης παίρνονται μέτρα τα οποία όχι μόνο δεν έχουν θετικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία αλλά οξύνουν τα προβλήματα. Η περιοριστική πολιτική μειώνει τις θέσεις εργασίας, δρακόντειοι νόμοι δυσχεραίνουν την απασχόληση των συνταξιούχων, οι μετανάστες φεύγουν, οι Έλληνες αρχίζουν να μεταναστεύουν και κατά συνέπεια το εργατικό δυναμικό της χώρας μειώνεται. Επί πλέον η εφαρμοζόμενη πολιτική στρέφει τους εργαζόμενους ιδιαίτερα του δημόσιου τομέα στην συνταξιοδότηση. Οι ανωτέρω καταστάσεις οδηγούν σε μαύρη εργασία, μείωση του ΑΕΠ και αύξηση του δημόσιου χρέους τόσο σαν ποσοστό του ΑΕΠ όσο και ανά εργαζόμενο.

Η μόνη διέξοδος από την κρίση είναι η οικονομική ανάπτυξη. Αλλιώς η βύθιση της ελληνικής οικονομίας θα πάρει τέτοιες διαστάσεις που δεν θα διαφέρει και πολύ από την άτακτη χρεοκοπία. Η μείωση της ελληνικής συμμετοχής στο 5% αποτελεί κοροϊδία για μια χώρα που δυσκολεύεται να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Θα πρέπει άμεσα να επιδιωχθεί ο μηδενισμός της ελληνικής συμμετοχής τουλάχιστον για τα χιλιάδες ημιτελή έργα. Τα ελάχιστα μέτρα ενίσχυσης της απασχόλησης που εξαγγέλλονται συνεχίζουν να κινούνται στο ίδιο αποτυχημένο πλαίσιο συνταγών. Παραδείγματος χάριν το πρόγραμμα εκτέλεσης έργων με αυτεπιστασία προβλέπεται να απασχολήσει 120.000 άτομα στους δήμους την επόμενη τριετία.

Τι πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία θα έχουν τα έργα αυτά των δήμων; Θα ενισχυθεί με κανένα από αυτά ο παραγωγικός ιστός της χώρας; Ποια είναι η αναπτυξιακή προοπτική με την οποία πρέπει να είναι συμβατό το κάθε μέτρο ενίσχυσης της απασχόλησης; Την ίδια μονιμότητα που επιζητούν για τις περικοπές δαπανών και την αύξηση εσόδων οι τροϊκανοί πρέπει να επιδιώξουν οι Έλληνες πολιτικοί για τα θετικά αποτελέσματα που θα έχουν τα μέτρα οικονομικής ανάπτυξης.  

Η διέξοδος από την κρίση απαιτεί αναπτυξιακή δέσμη μέτρων που θα αναβαθμίζει το παραγωγικό δυναμικό σε τομείς με προοπτική και θα απευθύνεται και στην ελληνική μικρή επιχείρηση. Αυτό είναι το διακύβευμα των ημερών που έρχονται. Αν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θέλουν το πλεονέκτημα της ανάπτυξης του παραγωγικού ιστού για τις χώρες τους τότε πρέπει να πληρώσουν και το λογαριασμό των δανείων. Η συνεχιζόμενη βύθιση της ελληνικής οικονομίας δεν επιτρέπει πλέον την παραμικρή ολιγωρία.

Με επιταχυνόμενο ρυθμό στην υφεσιακή μας πορεία

 Αντώνη Α. Αντωνίου στην εφημερίδα ''το Βήμα'', στις 3 Μαΐου 2012

Δεν φαίνεται να βασίζεται πουθενά το ιδιαίτερα αισιόδοξο σενάριο για μια ύφεση κοντά στο 5%. Τα μέτρα που παίρνονται, είναι μέτρα αύξησης του χρέους και των σχετικών δεικτών. Το χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία τρία χρόνια παρά το PSI. Για αυτή την αύξηση ευθύνεται σημαντικά η μείωση του ΑΕΠ η οποία προκλήθηκε από την εφαρμοζόμενη μνημονιακή πολιτική. Συγκεκριμένα το δημόσιο χρέος αποτιμήθηκε ότι ανερχόταν το 2009 στα 390.417.514 δολάρια και έφτανε στο 115,3% του ΑΕΠ. Σήμερα, ενώ έχει μεσολαβήσει το PSI, αποτιμάται στα 394.915.616 δολάρια. Σαν ποσοστό του ΑΕΠ φτάνει όμως το 141%, χάρις στην ύφεση και την συνακόλουθη πτώση του ΑΕΠ.

Σημαντικά αυξήθηκε και ο πιο εξειδικευμένος δείκτης χρέος ανά εργαζόμενο. Είναι ένας δείκτης ιδιαίτερα χρήσιμος αφού δείχνει την σχέση του χρέους με το παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας μιας χώρας. Με την αύξηση της ανεργίας, την αύξηση των συνταξιούχων και την αποχώρηση των μεταναστών τα τελευταία χρόνια ο δείκτης χειροτέρεψε σημαντικά.

Επί πλέον οι μειώσεις μισθών, η αύξηση της φορολογίας, η αύξηση της ανεργίας, η αύξηση των συνταξιούχων και η αποχώρηση των μεταναστών είχαν και έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην ενεργό ζήτηση. Η αύξηση της ανεργίας οδήγησε σε μείωση την ενεργό ζήτηση και συνεπώς και την είσπραξη ΦΠΑ καθώς και σε μείωση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων.

Η μετατροπή των δημοσίων υπαλλήλων σε συνταξιούχους δεν έχει ιδιαίτερα θετικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό αφού μειώνει τις δαπάνες μισθοδοσίας αλλά αυξάνει τις ανάγκες ενίσχυσης των επιδοτούμενων από το κράτος ασφαλιστικών ταμείων. Επί πλέον έχει ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις στην βραχυπρόθεσμη ενεργό ζήτηση γιατί η πρώτη σύνταξη φτάνει συνήθως στον ασφαλισμένο ένα περίπου χρόνο μετά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης. Ακόμη με μέτρα σημαντικής οικονομικής επιβάρυνσης έχει γίνει προσπάθεια να εμποδιστούν οι συνταξιούχοι από το να απασχοληθούν, γεγονός που ενισχύει την παράνομη απασχόληση και την παραοικονομία γενικότερα.

Η αποχώρηση των μεταναστών, εκτός από μείωση του εργατικού δυναμικού, συνοδεύτηκε και από σημαντική έξοδο των κεφαλαίων που μέχρι τότε είχαν συσωρεύσει στις ελληνικές τράπεζες. Η μείωση της ενεργού ζήτησης και συνακόλουθα του ΑΕΠ της χώρας δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά την πολιτική ηγεσία αφού δεν είδαμε κανένα μέτρο που να έχει ως στόχο την αποτροπή της.

Το πρόβλημα είναι, ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου, εφαρμόζει με μεγαλύτερη συνέπεια τα πακέτα μέτρων της τρόϊκας, από την κυβέρνηση Παπανδρέου που είχε και κάποιους εσωτερικούς κλυδωνισμούς. Μέτρα, που πουθενά στον κόσμο δεν πέτυχαν τα εξαγγελλόμενα αποτελέσματα, αλλά οδήγησαν σε ένα οργιώδες πάρτυ κερδοσκοπίας. Τα μέτρα αυτά, δεν μας οδηγούν κάπου αλλού εκτός από την προσωπική και εθνική καταστροφή.

Το σύνολο των μέτρων που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια αλλά και το κάθε μέτρο χωριστά οδηγούν στη χειροτέρευση του προβλήματος υπερχρέωσης.

Η ελληνική οικονομία θα μπορούσε, βέβαια, να δει μια αχτίδα φωτός από την ανάπτυξη του τουρισμού. Μετά από χρόνια συνεχούς και οδυνηρής ύφεσης δεν έγινε δυνατό το στοιχειώδες, δηλαδή μια εθνική συναίνεση στον τομέα του τουρισμού. Η αύξηση του τουρισμού αποτελούσε και αποτελεί την μόνη σχεδόν δυνατότητα άμεσης ανάσχεσης της ύφεσης. Κι όμως δεν επιδιώχθηκε να δημιουργηθεί κλίμα συναίνεσης και όπως φαίνεται πάμε για ένα θερμό απεργιακά καλοκαίρι.

Αλλωστε έχουμε δημιουργήσει αυτοκαταστροφική παράδοση με εξαγγελίες μέτρων που ο καθένας καταλάβαινε ότι θα δημιουργήσουν θύελλα και στη συνέχεια απεργίες μέσα στην αιχμή της τουριστικής περιόδου. Όπως φαίνεται η πολιτική ηγεσία του τόπου συνεχίζει να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και ασχολείται με μικροπολιτική αποδεικνύοντας, μεταξύ των άλλων, πόσο η ανώτερη πολιτική ελίτ έχει αυτονομηθεί από την ελληνική κοινωνία και δεν την αγγίζουν τα προβλήματα του ελληνικού λαού.

Είναι δε τόσο αναποτελεσματική η διαχείριση των δημοσίων οικονομικών από τους Έλληνες πολιτικούς που καταντά παροιμιώδης. Ακόμη και με τις πιο ευνοϊκές συνθήκες αποτυγχάνουν πλήρως. Παραδείγματος χάριν ο ζημιογόνος ΟΔΔΥ. Χιλιάδες επαγγελματίες ζούσαν και ζουν από το εμπόριο μεταχειρισμένου αυτοκινήτου με ενοικιασμένες επαγγελματικές στέγες και αγοράζοντας τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, που μεταπωλούσαν. Ο ΟΔΔΥ, με δωρεάν αυτοκίνητα, εγκαταστάσεις και άλλα υλικά παραχωρημένα από το δημόσιο, κατάφερνε να έχει σημαντικές ζημιές. Πρόκειται για ανικανότητα επίτευξης έστω και μικρού κέρδους υπό τις πιο ευνοϊκές συνθήκες.

Τίποτε δεν πάει καλύτερα φέτος από πέρυσι. Αν και η επόμενη κυβέρνηση συνεχίσει την πολιτική αυστηρής τήρησης του μνημονίου τότε πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα, είναι ένα σενάριο, που δείχνει την ύφεση να είναι φέτος κοντά στο 10% και όχι στο υπεραισιόδοξο 5%. Τα προβλήματα, θα οξυνθούν με γοργό ρυθμό, γιατί τα αποθέματα και οι οικονομικοί ελιγμοί είναι όλο και πιο δύσκολοι γι' αυτούς που προσπαθούν να ξεφύγουν από την κατηφόρα. Πολλαπλασιάζονται οι συνάνθρωποί μας, που δεν θα μπορούν να τα βγάλουν πέρα και αυτή η κατάσταση είναι και θα είναι το ίδιο άσχημη για τους μισθωτούς αλλά και τους μικροεπαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους.

Οι μικροεπαγγελματίες μάλιστα, βάζοντας λουκέτο οριστικά στην επιχείρησή τους, όχι μόνο δεν θα έχουν κεφάλαιο να ανοίξουν καινούργια αλλά θα χρωστούν και κάποια σοβαρά ποσά σε άλλους ,δημιουργώντας ένα καθοδικό ντόμινο στην αγορά.

Μια από τις λίγες εναπομείνασες ελπίδες ανακοπής της κατρακύλας είναι το κούρεμα των ομολόγων των Κεντρικών Τραπεζών. Δεν φαίνεται όμως να αποτελεί θέμα για τις προεκλογικές μας συζητήσεις αυτή η λογική επιδίωξη αφού κεντρικές τράπεζες έχουν αγοράσει ελληνικά ομόλογα ακόμη και στο 50% της αξίας τους και θα μπορούσαν χωρίς ζημιά να πληρωθούν με βάση την τιμή αγοράς και όχι με βάση την ονομαστική αξία των ομολόγων. Άλλωστε ο ρόλος μιας Κεντρικής Τράπεζας δεν θα έπρεπε να είναι η κερδοσκοπία και η αποκόμιση τεράστιων κερδών αλλά η ενίσχυση της σταθερότητας και της ανάπτυξης.

Επιτακτική ανάγκη η αναθεώρηση της πολιτικής διαχείρισης του δημοσίου χρέους




Αντώνη Α. Αντωνίου , Ελληνική Γνώμη, Düsseldorf7 Νοεμβρίου 2012



Για ακόμη μια φορά βρισκόμαστε κοντά στη λήψη επώδυνων μέτρων για την ελληνική οικονομία και τους Έλληνες πολίτες και είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται για τα τελευταία μέτρα. Παρά την κρισιμότητα των περιστάσεων και τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες, από τα προανακρούσματα των μέτρων που εμφανίζονται στον τύπο, αποκομίζει κανείς την αίσθηση, ότι οι αποφάσεις δεν λαμβάνουν υπ’ όψη ούτε τους οικονομικούς δείκτες, ούτε την στήριξη και διευκόλυνση της ανάπτυξης των παραγωγικών δραστηριοτήτων, με τρόπο που να ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ταλαιπωρημένων κατοίκων αυτής της χώρας. Αυτό δε, είναι χαρακτηριστικό το οποίο είχαν και οι προηγούμενες δέσμες μέτρων . Η ισχνότητα των επιχειρημάτων των τροϊκανών είναι τόσο εξόφθαλμη, που θα ήταν αδύνατη η στήριξή τους χωρίς την προώθησή τους από το τρομακτικής ισχύος χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Συνδεδεμένη με την χαμηλή πειστικότητα των μέτρων είναι και η τακτική της επιβολής τους τη τελευταία στιγμή υπό την απειλή χρεοκοπίας και της μη καταβολής μισθών και συντάξεων. Μ’ αυτό τον τρόπο οι όποιες αντιδράσεις μειώνονται, αλλά το κοινοβούλιο και γενικότερα οι δημοκρατικοί θεσμοί υποβαθμίζονται και επιβεβαιώνεται στην πράξη ότι οι δανειστές είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Αυτή η τακτική επιβολής των μέτρων βέβαια, αποκλείει κάθε σοβαρό διάλογο και την πλήρη εκτίμηση των επιπτώσεών τους  στην ελληνική οικονομία.
Παραδείγματος χάριν στην επερχόμενη φορολογική μεταρρύθμιση φαίνεται ότι θα προβλέπεται η φορολόγηση των αγροτεμαχίων, των οποίων οι ιδιοκτήτες δεν είναι αγρότες. Σήμερα, λόγω των συνθηκών ασφυκτικής ανόδου του κόστους παραγωγής που έχει επιβληθεί, εκτεταμένα τμήματα αγροτικής γης δεν καλλιεργούνται, αφού η καλλιέργειά τους είναι αντιπαραγωγική. Το φαινόμενο αυτό δεν συνδέεται με το αν ο ιδιοκτήτης είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης ή όχι αλλά με τις ασφυκτικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στον αγροτικό τομέα. Αν υπήρχε απόδοση στην γεωργική γη, αυτοί που δεν μπορούσαν να την καλλιεργήσουν, θα την ενοικίαζαν με ένα έστω χαμηλό τίμημα. Η μη αξιοποίηση των αγροτεμαχίων, δείχνει πόσο εχθρική είναι η πολιτική, που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια απέναντι στον πρωτογενή τομέα παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, αντί να υπάρξει μια στροφή στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών παραγωγής η οποία θα είχε ευνοϊκές επιπτώσεις τόσο στο Α.Ε.Π. όσο και στο εμπορικό ισοζύγιο, προωθείται η φορολόγηση των αγροτεμαχίων που κατέχουν όσοι δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, με προφανείς στενά εισπρακτικούς στόχους. Πρόκειται, για μια επιβολή της λογικής του τοκογλύφου ο οποίος απλά ενδιαφέρεται για την είσπραξη των τόκων του χωρίς να ενδιαφέρεται για την δυστυχία που προκαλεί.
Από την άλλη παρά τον τεράστιο όγκο πληροφόρησης, πλήρης συσκότιση υπάρχει για θέματα,που έπρεπε να έχουν κυρίαρχο ρόλο στην ενημέρωση, λόγω της σπουδαιότητάς τους. Αναφερόμαστε στην επιμήκυνση, η οποία δεν προσφέρει τίποτα χωρίς τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού. Στο θέμα των επιτοκίων δανεισμού οι σχέσεις ισχύος επιβάλλουν να δανειζόμαστε με το ίδιο επιτόκιο από όλες τις χώρες. Κατά συνέπεια άλλες χώρες οδηγούνται κι’ αυτές στην υπερχρέωση και άλλες όπως η Γερμανία, αποκομίζουν τεράστια κέρδη. Αν σήμερα δεν ληφθούν σημαντικά μέτρα ελάφρυνσης των υποχρεώσεων της χώρας, όπως η μείωση των επιτοκίων η κατάσταση αύριο θα είναι πολύ χειρότερη και η εξυπηρέτηση των δανείων μας ακόμη πιο επώδυνη. Οι ίδιες σχέσεις ισχύος επιβάλλουν, τη στιγμή που στην Ελλάδα μειώνονται αναπηρικά επιδόματα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αποκομίζει τεράστια κέρδη από την αγορά υποτιμημένων ελληνικών ομολόγων και την πληρωμή τους από τη χώρα μας στο ακέραιο. Η οικονομία όμως, έχει τους δικούς της νόμους και δεν αρκεί να διατείνονται οι ευρωπαίοι διαχειριστές ότι αντιμετωπίζουν την κρίση. Με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που ακολουθούνται και χωρίς ευρύτερη οπτική από τους ιθύνοντες τα προβλήματα υπερχρέωσης των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου θα διογκωθούν και δεν θα αργήσει η μέρα  που το ελληνικό δημόσιο χρέος θα προσεγγίζει το 200% του Α.Ε.Π. Τότε θα απαιτηθούν άλλου είδους ιδιαίτερα επώδυνες πολιτικές για την αντιμετώπιση των τεράστιων προβλημάτων που θα κατακλύζουν την ευρωζώνη.
Οι Έλληνες πολιτικοί εμφανίζονται μονομερώς προσανατολισμένοι σε μέτρα που συντελούν στην μείωση της εγχώριας κατανάλωσης και να αγνοούν μέτρα όπως η φορολόγηση του ιντερνετικού τζόγου, των καταθέσεων εξωτερικού, η δραστική μείωση των δαπανών του υπουργείου Εξωτερικών. Τα αποτελέσματα είναι οδυνηρά και θα είναι ακόμη πιο οδυνηρά με τη νέα δέσμη μετρων που ψηφίζεται αυτές τις  μέρες.
Είναι επιτακτική ανάγκη στις σημερινές κρίσιμες συνθήκες να αναπτυχθεί ένα ισχυρό κίνημα αντιστασης στην υποβάθμιση της ζωής μας. Πρέπει να τεθούν θέματα αιχμής όπως  ο λογιστικός έλεγχος του δημοσίου χρέους, η δραστική μείωση των επιτοκίων δανεισμού και η πληρωμή με βάση την τιμή κτήσης και όχι την ονομαστική αξία των ομολόγων που κατέχουν οι Ευρωπαϊκές Κεντρικές Τράπεζες με πρώτη την Ε.Κ.Τ. Δυστυχώς, τα μέτρα που θα παρθούν σύντομα δεν είναι σε καμία περίπτωση τα τελευταία. Αν δεν υπάρξει μεταστροφή πολιτικής θα διαπιστώσουμε ότι το πιο άσχημο πρόσωπο της κρίσης δεν είναι πίσω μας αλλά μπροστά μας. Επιβάλλεται σήμερα να σώσουμε το σπίτι μας από την πυρκαγιά γιατί αλλιώς σε ένα πολύ κοντινό αύριο θα είμαστε άστεγοι επαίτες στις αγορές της Ευρώπης.

Πραγματισμός και οικονομική κρίση

 

Αντώνη Α. Αντωνίου, Ελληνική Γνώμη Düsseldorf, 15 Ιουλίου 2012




Η νέα ελληνική κυβέρνηση, έχει αληθινά, δύσκολο έργο. Το τραπεζικό σύστημα, τα ασφαλιστικά ταμεία και τα δημόσια οικονομικά, είναι σε άθλια κατάσταση. Ο ιδιωτικός τομέας έχει υποστεί αλλεπάλληλα ισχυρά χτυπήματα και πλέον δείχνει σημάδια πλήρους αποδιοργάνωσης.
Το δυσκολότερο απ’ όλα είναι να τροποποιηθεί η πολιτική συμπεριφορά. Πρέπει να πάψουμε να βαυκαλιζόμαστε με ελάχιστο πραγματισμό και έρμαια των εμμονών μας. Σε μια χώρα που τρίζει συθέμελα ένας σημαντικός αριθμός πολιτικών δεν δείχνει να προβληματίζεται και να έχει την παραμικρή αμφιβολία. Πολλές φορές η πολιτική ηγεσία, αυτονομημένη από τον τρόπο διαβίωσης της πλειοψηφίας των Ελλήνων, αφού απολαμβάνει ειδικών προνομίων, δεν δείχνει να έχει μια υγιή σχέση ανάδρασης με τα ερεθίσματα, που τους δίνει η ελληνική κοινωνία. Οι μόνοι σίγουροι Έλληνες, φαίνεται να βρίσκονται στα κομματικά επιτελεία.
Στους υπόλοιπους, που δεν πείθονται, αναπτύσσονται έντονα αρνητικοί προβληματισμοί και βέβαια χάρη στην ευπιστία μας και το χαμηλό επίπεδο κριτικής σκέψης πολλών είμαστε επιρρεπείς σε επιπόλαιες και εύκολες λύσεις. Η ευπιστία, οδηγεί και στην υιοθέτηση αστικών μύθων με μαγικές λύσεις. Περιμένουν αρκετοί τον από μηχανής Θεό, ο οποίος θα μας σώσει από τα προβλήματα, που μας πνίγουν. Ευχής έργο θα ήταν να πάψουμε να είμαστε εγκλωβισμένοι σε στενά κομματικές λογικές, που κονταροχτυπιούνται με την πραγματικότητα και να κατασκευάζουμε εύκολα εχθρούς. Αντί να σκεφτούμε αντικειμενικά, πολύπλευρα και σε βάθος τα προβλήματα μας στα διάφορα ιντερνετικά site, οι “διάλογοι”, όπως κατ’ ευφημισμό αποκαλούμε στην Ελλάδα τους διπλούς ή πολλαπλούς μονόλογους, είναι γεμάτοι βρισιές, υπονοούμενα και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς.
Πνιγμένοι στην αυταρέσκειά μας, δεν μπορούμε να δούμε αντικειμενικά τα λάθη μας και από το υπερτροφικό μας εγώ πέφτουμε στην αντίθετη πλευρά, στην κατάθλιψη. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα, που λέει ότι δεν παίζουμε σωστά το ρόλο μας σαν πολίτες. Πολλές φορές στέλνουμε στη Βουλή ανθρώπους εντελώς ακατάλληλους για τον ρόλο τους, γιατί έτσι νομίζουμε ότι επιτάσσει το προσωπικό μας συμφέρον. Στη συνέχεια όμως, αντί να διορθώσουμε της στάση μας και επιτέλους να κινηθούμε σαν υπεύθυνοι πολίτες, θεωρούμε ότι φταίει η δημοκρατία, οι ελευθερίες και όλοι οι άλλοι, εκτός από εμάς.  Δείχνουμε να αγνοούμε, ότι όλες οι χώρες με δημοκρατική παράδοση δεν αντιμετώπισαν τα οξύτατα δημοσιονομικά προβλήματα, που εμφάνισαν χώρες στις οποίες κυριάρχησαν δικτατορίες στην μεταπολεμική τους ιστορία. Χώρες, που υπέφεραν από τα δικτατορικά τους καθεστώτα όπως, η Χιλή, η  Αργεντινή, η Ισπανία, η Πορτογαλία και βέβαια η Ελλάδα.
Αντί να εγκαταστήσουμε απαρέγκλιτα μεθόδους αξιοκρατίας και πολλαπλών ελέγχων στο ελληνικό δημόσιο και να  δημιουργήσουμε εθνικά επιστημονικά επιτελεία διαχείρισης των δημοσιονομικών, αλλά και των λοιπών μας προβλημάτων αρκεστήκαμε στα κομματικά επιτελεία. Δυστυχώς τα επιτελεία  των υπουργών έχουν εκπέσει σε μηχανισμούς αποκατάστασης ημετέρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο νόμος για τους συμβούλους του πρωθυπουργού που προβλέπει συμβούλους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Τι μπορεί να συμβουλέψει ένα κομματικό στέλεχος που έχει τελειώσει μερικές τάξεις του δημοτικού έναν πρωθυπουργό ή έναν υπουργό;  Οι νεοφιλελεύθεροι, βέβαια, εδραζόμενοι στην απέχθεια που δημιουργεί αυτή η ασυδοσία, υποτιμούν γενικά τον ρόλο του κράτους και περιμένουν με χαρά τα πογκρόμ κατά των δημοσίων υπαλλήλων. Δεν αναφέρουν βέβαια, ότι οι αμοιβές των υπαλλήλων ανακυκλώνονται συνήθως στην Ελλάδα και τονώνουν την ενεργό ζήτηση, ενώ μεγάλο μέρος των ομολόγων κατέχεται από ομολογιούχους του εξωτερικού και με κάθε πληρωμή τους πολύτιμο χρήμα χάνεται από τη χώρα. Επίσης δεν αναφέρουν, ότι αν γίνουν απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων θα ενισχυθεί με μεγάλη ταχύτητα και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ακόμη και από σήμερα, ο δείκτης της ανεργίας.
Οι πολιτικοί μας βέβαια, κατάφεραν με την υπογραφή τους να δεχτούν την εξίσωση των μετατάξεων με τις προσλήψεις. Έτσι ακόμη και  υπηρεσίες καίριες για τα δημόσια έσοδα, έχουν τεράστιες ελλείψεις προσωπικού, ενώ σε άλλες υπηρεσίες σημαντικός αριθμός προσωπικού περισσεύει. Ενώ λοιπόν, το κυρίως πρόβλημά μας είναι η μη ύπαρξη αποτελεσματικού κράτους και η υποβάθμισή του από τις κυρίαρχες κομματικές ηγεσίες, εμείς δεν επικεντρωνόμαστε στη δημιουργία και ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού κράτους. Έτσι δεν εκφράζεται ισχυρή κοινωνική συσπείρωση γύρω από  την επιβολή του νόμου η οποία θα μας έλυνε πολλαπλά προβλήματα, από την διαφθορά των πολιτικών μέχρι την εγκληματικότητα.
Υπάρχει άλλο τόσο διψασμένο για κάθε δουλειά τμήμα του εργατικού δυναμικού από τους μετανάστες; Πού είναι ένα σχέδιο αξιοποίησης των μεταναστών υπέρ της εθνικής οικονομίας; Λες και δεν γνωρίζουμε, ότι το μεταπολεμικό γερμανικό οικονομικό θαύμα οφείλεται στους μετανάστες,  νομίζουμε, ότι για την εγκληματικότητα φταίνε οι μετανάστες και όχι, κυρίως, το αναποτελεσματικό μας κράτος.  Μάλιστα ενώ η εγκληματικότητα οργιάζει και πάνοπλοι ληστές με  καλάσνικοφ αλωνίζουν την Αθήνα τέθηκε προεκλογικά θέμα επιστροφής του αστυνομικού της γειτονιάς! Τι να κάνει ο αστυνομικός της γειτονιάς μπροστά στους οπλισμένους με καλάσνικοφ ληστές;
Με μια τέτοια κατάσταση στα επιτελεία του κράτους δεν είναι παράξενο το ότι δεν έχουμε αντιμετωπίσει βασικές πλευρές του δημοσιονομικού μας προβλήματος αντίθετα με μέτρα που πήραμε επιβαρύναμε σημαντικά την δημοσιονομική μας κατάσταση και τους σχετικούς δείκτες. Παραδείγματος χάριν η συνεχιζόμενη αύξηση των συνταξιούχων που χειροτερεύει την εικόνα του δείκτη χρέος ανά εργαζόμενο. Ενώ βασικές παράμετροι αντιμετώπισής της δημοσιονομικής κρίσης δεν έχουν τεθεί καν, οι τηλεοπτικές και ιντερνετικές αερολογίες αναμεταδίδονται και αναπαράγονται σε χιλιάδες εκδοχές ατελείωτων επιφανειακών συζητήσεων.
Ας αναφερθώ συγκεκριμένα: Ακούμε συνέχεια, ότι η μείωση των δημοσίων δαπανών προκαλεί ύφεση, γιατί μειώνει την ενεργό ζήτηση στο εσωτερικό της χώρας. Αυτή είναι η αλήθεια, αλλά όχι όλη. Ένα τμήμα των δαπανών του κράτους κατευθύνεται στο εξωτερικό. Αφού καταγραφεί η χρησιμότητά τους, οι περισσότερες από τις δαπάνες αυτές θα έπρεπε να τύχουν μηδενισμού ή ειδικής πολιτικής ισχυρών μειώσεων. Παραδείγματος χάριν, δεν έχει ασχοληθεί κανένας με τη σοβαρή μείωση δαπανών του υπουργείου Εξωτερικών, που κατευθύνονται στο εξωτερικό, όπως π.χ. ενοίκια πρεσβειών, ώστε να υπάρξει μείωση δαπανών χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στην ύφεση. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής μείωσης των δαπανών θα μπορούσε να επιδιωχθεί συνεργασία με την Κύπρο, στην οικονομία της οποίας σημειωτέον ότι φέραμε ένα καίριο χτύπημα με το PSI, ώστε να υπάρξει σε μεγάλο αριθμό διπλωματικών αποστολών συστέγαση ή και κοινή εκπροσώπηση των δύο χωρών. Θα προσφέραμε έτσι βοήθεια στην Κύπρο, βοήθεια στα δημόσια οικονομικά μας και δεν θα είχαμε υφεσιακά αποτελέσματα. Επί πλέον με μια σωστή οργάνωση αυτής της διαδικασίας συνεργασίας εκτός από την εξοικονόμηση χρημάτων θα μπορούσε να αναβαθμιστούν οι παρεχόμενες υπηρεσίες στους ομογενείς.
Το ανωτέρω θέμα, ενώ έχει μεγάλες προοπτικές εξοικονόμησης δαπανών, δεν έχει τεθεί καν. Αντίθετα βέβαια, στα πλαίσια της λογικής των κομματικών αντιπαραθέσεων, έχει συζητηθεί επανειλημμένα και χωρίς αποτέλεσμα η αποστολή στο Αφγανιστάν. Πάντως, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα επέτρεπε σήμερα την αποχώρηση τής ελληνικής αποστολής μικρό διάστημα, πριν αποχωρήσουν άλλες αποστολές.
Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει λοιπόν να αναπτύξει μια άλλη σχέση με τα επιτελικά της όργανα και να επιδείξει δημιουργικότητα συνέπεια και πραγματισμό στην αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης.

Πραγματισμός και οικονομική ανάπτυξη




Οι νέες υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης και η ανησυχητική εκτίμηση του ΚΕΠΕ για την πορεία του ΑΕΠ, θα έπρεπε να μας προβληματίσουν σοβαρά.


Παρ' όλα αυτά γεμάτοι αυτοπεποίθηση οδηγούμαστε με καθοδικό στροβιλισμό στη δίνη της δημοσιονομικής μας κρίσης.
Ο χειρισμός του δημόσιου χρέους βαρύνει ιδιαιτέρως την προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά και η σημερινή δεν υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής σε μερικές σημαντικές ενέργειες. Εκτός από τα γνωστά προβλήματα με τις «ατυχείς» δηλώσεις, σοβαρό ρόλο έπαιξαν οι χειρισμοί γύρω από τα δημόσια έσοδα.
Απρόθυμοι εφοριακοί
Οταν ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, βρήκε διευθυντές εφοριών που είχαν τοποθετηθεί σε μεγάλο βαθμό με κομματικά κριτήρια. Αρκετοί απ'αυτούς παρουσίαζαν απαράδεκτα χαμηλές αποδόσεις. Ο υπουργός Οικονομικών, αντί να τους αντικαταστήσει άμεσα, αφού είναι προφανές για τα ελληνικά δεδομένα ότι διευθυντές που δεν απέδωσαν για το κόμμα που τους τοποθέτησε δεν θα απέδιδαν για τη νέα κυβέρνηση, τους διατήρησε για πολλούς μήνες, χάνοντας έτσι μια σημαντική ευκαιρία αύξησης των εσόδων σε μια κρίσιμη περίοδο για τη χώρα. Μια περίοδο, κατά την οποία η κατανάλωση δεν είχε μειωθεί όσο σήμερα. Παρακολουθούσαμε σε καιρό οξείας δημοσιονομικής κρίσης την αδράνεια του υπουργείου με δικαιολογία την επιδιωκόμενη χρονοβόρα αξιοκρατία, ενώ με διαφορά λίγων ημερών η υπουργός Υγείας προέβαινε σε διορισμούς διοικητών νοσοκομείων που δεν άντεχαν σε κανένα κριτήριο αξιοκρατίας.
Αλλες ενέργειες, επίσης, θα μπορούσαν να επιφέρουν σημαντική αύξηση των δημόσιων εσόδων και αγνοήθηκαν εντελώς. Η σημαντικότερη από αυτές θα ήταν η απρόσκοπτη απονομή φορολογικής δικαιοσύνης, με άμεση προτεραιότητα των υποθέσεων που ενέχουν φορολογικές υποχρεώσεις. Μια νομοθετική ρύθμιση θα μπορούσε να επικαλείται τις κατεπείγουσες ανάγκες του Δημοσίου και να επιβάλλει την κατά προτεραιότητα επίλυση των φορολογικών υποθέσεων, αλλά και των υποθέσεων κατάχρησης δημόσιου χρήματος.
Ο πραγματισμός στις σημερινές συνθήκες επιβάλλει την εξεύρεση λύσεων για ταχεία και δυναμική οικονομική ανάπτυξη. Κάθε καθυστέρηση σ' αυτόν τον τομέα κάνει δυσκολότερη την έξοδο από το τέλμα. Τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας μας οδηγούν στην άποψη ότι είναι σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί σημαντική εισροή διεθνών επενδύσεων και μάλιστα βραχυχρόνια, όση εργατικότητα και δυναμισμό και να επιδείξει ο πρωθυπουργός ή οι υπουργοί. Η μόνη λύση είναι η προσανατολισμένη δέσμη μέτρων σε δύο τομείς, οι οποίοι συγκεντρώνουν δυνατότητες γρήγορης απόδοσης και αλυσιδωτών θετικών αντιδράσεων.
Οπρώτος από αυτούς τους τομείς είναι ο τουρισμός. Μια μεγάλη αύξηση του τουριστικού ρεύματος είναι η προσφορότερη από τις διεξόδους που μπορεί να επαναφέρουν τα δημόσια οικονομικά αλλά και την οικονομία της χώρας, γενικότερα, σε αναπτυξιακή τροχιά. Μια στοχευμένη δέσμη μέτρων και μια δυναμική τουριστική πολιτική θα ήταν δυνατό να προσελκύσουν μεγάλο αριθμό τουριστών και να επιφέρουν μια δυναμική οικονομική ανάπτυξη, η οποία μπορεί να απορροφήσει σε μεγάλο βαθμό και την ανεργία. Δυστυχώς, ενώ άλλοι πολιτικοί φορείς έχουν σαφή αντίληψη για τον ρόλο που μπορεί να παίξει ο τουρισμός και ενεργούν ανάλογα, με αρνητικά αποτελέσματα για τη χώρα, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να είναι επικεντρωμένη με καθαρότητα και δυναμισμό στην επιδίωξη του στόχου της τουριστικής ανάπτυξης.
Ο άλλος τομέας που μπορεί να ενισχύσει δυναμικά και σε σύντομο χρονικό διάστημα την οικονομική ανάπτυξη, είναι η εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων. Δεν πρόκειται, βέβαια, για έναν τομέα ο οποίος μπορεί να αποδώσει όσο ο τουρισμός, αλλά μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών. Οι εθνικής σημασίας επενδύσεις επιβάλλεται να εγκρίνονται σε κεντρικό επίπεδο. Είναι απαραίτητο, επίσης, να προσεχθούν και να μετριαστούν οι οικολογικές επιβαρύνσεις τις οποίες θα δημιουργήσουν οι ανωτέρω επενδύσεις. Για να δοθεί μια ώθηση σ' αυτόν τον τομέα θα πρέπει να ξεπεραστούν και οι όποιες αναστολές που έχουν οι τοπικές κοινωνίες και τα οικολογικά κινήματα.
Η χειρότερη λύση είναι να τεθούν στη ζυγαριά των προτεραιοτήτων οι ψήφοι των οικολόγων και να επικρατήσει η συνηθισμένη μικροκομματική λογική. Ορθότερη θα ήταν μια συνολικότερη λογική αντιμετώπισης των οικολογικών προβλημάτων, αφού αν πέσουμε σε βαθιά ύφεση και συνεχιστεί η μείωση αμοιβών και εισοδημάτων δεν θα είμαστε ικανοί να ασκήσουμε μια οικολογικά ευαίσθητη πολιτική. Η πραγματικότητα μας διδάσκει ότι το οικολογικό κίνημα αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στις βιομηχανικές κοινωνίες, γεγονός το οποίο δεν είναι άσχετο από τη μεταβλητή του εισοδήματος. Θα ήταν προτιμότερο να μετριάσουμε εκτός των μισθών και τις οικολογικές μας ευαισθησίες και να επιτρέψουμε τώρα την πραγματοποίηση επενδύσεων σε εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων, γιατί αλλιώς θα αναγκαστούμε αργότερα, σε πολύ χειρότερες συνθήκες, να προβούμε σε πολύ μεγαλύτερες υποχωρήσεις με πολύ λιγότερα ανταλλάγματα.
Είναι επιτακτική ανάγκη να δοθεί αποφασιστική ανοδική ώθηση στην ελληνική οικονομία και να επιδιωχθεί με πρόγραμμα, πραγματισμό και χωρίς εμμονές να εφαρμοστούν οι δέσμες εκείνων των μέτρων που θα ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη και θα αποτελέσουν την ασπίδα διατήρησης θέσεων εργασίας, αμοιβών και εισοδημάτων, τα οποία απειλεί η δημοσιονομική μας κρίση όσο σε καμία άλλη περίοδο της μεταπολεμικής μας ιστορίας. Πρόκειται για τη μοναδική διέξοδο των εγκλωβισμένων και όλο και πιο θλιμμένων Ελλήνων. Καμία γεωργική παραγωγή, βιολογική ή κλασική, δεν μπορεί να δημιουργήσει τα απαραίτητα έσοδα για την εξυπηρέτηση του τεράστιου δημόσιου χρέους.