Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Οι εκθέσεις καλών προθέσεων των υποψηφίων και το μνημόνιο



Συνηθίζεται σε κάθε βουλευτικές και δημοτικές εκλογές πολλοί υποψήφιοι αλλά και παρατάξεις να προβαίνουν σε προπαγανδιστικού τύπου ανακοινώσεις των προθέσεων τους προκειμένου να εντυπωσιάσουν τους ψηφοφόρους και να τους αποσπάσουν την ψήφο. Μεγαλόπνοα σχέδια εξαγγέλλονται, έργα τα οποία επί χρόνια λιμνάζουν ολοκληρώνονται και γενικά στήνεται ένας χορός θέσεων και απόψεων εκ των προτέρων γνωστών ως μειωμένης αξιοπιστίας. Πρόκειται για μια χορωδία υποσχέσεων γεμάτη με παραπειστικά επιχειρήματα. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο ψηφοφόρος εισπράττει ατελείωτες χειραψίες και φιλοφρονήσεις. Η παραπλανητική αυτή τακτική επιβάλλει επίσης να μην ασχολούνται οι υποψήφιοι με τα δυσάρεστα θέματα αυτά που θέτουν τα δάχτυλα επί τον τύπο των ήλων. Φοβούνται να μιλήσουν οι δήθεν ανεξάρτητοι υποψήφιοι για τα προβλήματα του δήμου που αδυνατεί να πληρώσει ακόμη και τους εργαζόμενους του μήπως και δυσαρεστήσουν τα υψηλά κομματικά κλιμάκια των κομμάτων που τους στηρίζουν. Δεν προτείνουν καμία σοβαρή δέσμη μέτρων για τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στα θέματα επιβίωσης. Δεν μιλούν για κούρεμα του χρέους του δήμου και ας μην μπορεί ο δήμος να εξυπηρετήσει τα δάνειά του με αποτέλεσμα να κινδυνεύει το κοινωνικό του έργο.
Σήμερα πολλοί υποψήφιοι αρέσκονται να συνεχίζουν τις εξαγγελίες τους σαν να μην έχει κτυπήσει η κρίση τον τόπο μας σαν να μην ξέρουν ότι τα οικονομικά του δήμου βρίσκονται σε τραγική κατάσταση. Καμία εξαγγελία κανένα πρόγραμμα δεν μπορεί να την αγνοεί. Δεν είναι δυνατόν χαρούμενοι και ωραίοι να εξαγγέλλουμε παραπειστικά ότι θα κάνουμε έργα και χωρίς να αναφέρουμε πως θα αντιμετωπίσουμε το σοβαρό οικονομικό πρόβλημα που ταλανίζει τον δήμο. Βέβαια την στιγμή που υπάλληλοι του δήμου έχουν να πληρωθούν σχεδόν ένα χρόνο και πιθανόν αρκετές οικογένειες να αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης ο δήμος οργανώνει πολυδάπανες φιέστες τριήμερων εγκαινίων οπότε φαίνεται φανερά ότι η διοίκηση του δήμου δεν έχει τα ίδια με εμάς κριτήρια.
Οι δήθεν ανεξάρτητοι υποψήφιοι παριστάνουν, επίσης, ότι οι μνημονιακές πολιτικές είναι άσχετες με τις δημοτικές εκλογές. Η αλήθεια είναι ότι η μνημονιακή πολιτική στον δήμο δημιούργησε τεράστια προβλήματα. Μειώθηκαν δραματικά τα έσοδα από την κρατική επιχορήγηση και θα συνεχίσουν να μειώνονται. Ο δήμος σήμερα δεν έχει τις εισπράξεις που θα έπρεπε να έχει από τα δημοτικά τέλη, οι επαγγελματίες οι οποίοι ενοικιάζουν καταστήματα του δήμου αδυνατούν να πληρώσουν ενοίκια και εν γένει όλα τα έσοδα είναι πολύ δύσκολο να εισπραχτούν. Ποιος φταίει για αυτή την κατάσταση; Η απάντηση που δεν μπορούν να δώσουν οι δήθεν ανεξάρτητοι υποψήφιοι είναι ότι η μνημονιακή πολιτική είναι η κυρίως υπεύθυνη για την κατάντια της πτώσης των εσόδων και οι δήθεν ανεξάρτητοι υποψήφιοι είναι υποχρεωμένοι λόγω κομματικών δεσμεύσεων να υποκρίνονται ότι δεν συμβαίνει τίποτε.
Η αλήθεια είναι ότι η μνημονιακή πολιτική έχει τσακίσει οικονομικά τον δήμο Καρδίτσας και η πολιτική για την ανόρθωση των οικονομικών του είναι στενά συνδεδεμένη με την αντιμετώπιση των επιλογών που επιβάλλει το μνημόνιο. Ας αφήσουν λοιπόν τις προεκλογικές σαπουνόφουσκες και ας μας πουν τι θα κάνουν με το σοβαρό οικονομικό πρόβλημα του δήμου και με τις ανάγκες επιβίωσης των πολιτών.
Μόνον ο συνδυασμός Καρδίτσα Πόλις της Συλλογικότητας (ΚΑΡ.ΠΟ.Σ.) με επικεφαλής τον υποψήφιο δήμαρχο Βάϊο Βαρελά έθεσε τις θέσεις της για την αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος του δήμου σε ανοιχτή συζήτηση και πρότεινε ένα συγκροτημένο σύνολο θέσεων για την ανόρθωση των οικονομικών.
Ο συνδυασμός μας, επίσης, είναι ο μοναδικός που κατήρτισε ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης αυτών των οικονομικών προβλημάτων. Αρνούνται οι αντίπαλοί μας να τοποθετηθούν στο θέμα της υπερχρέωσης και του αιτήματος κουρέματος των δανείων. Στις σημερινές δύσκολες συνθήκες το αίτημα του κουρέματος υποβάλλεται και από ιδιώτες. Τους ρωτάμε: Ένας δήμος γιατί θα πρέπει να καταργήσει τις κοινωνικές του υπηρεσίες, να ακριβύνει το νερό και τα δημοτικά τέλη και να μην ζητήσει κούρεμα των δανείων του;
Ο συνδυασμός μας είναι ο μοναδικός που κατήρτισε ένα πρόγραμμα τοπικής ανάπτυξης, αντιμετώπισης της φτώχιας και  της ζητιανοποίησης του πληθυσμού. Για παράδειγμα με το πρόγραμμά μας ζητάμε να παραχωρηθεί η δημοτική γη η οποία σήμερα δεν αποδίδει σχεδόν τίποτα στον δήμο σε χαμηλού εισοδήματος και ικανούς για εργασία οικογενειάρχες για να βοηθηθούν στο πρόβλημα της επιβίωσης που αντιμετωπίζουν. Οι αντίπαλοί μας το μόνο που κάνουν είναι σε προφορικές μόνο συζητήσεις να θεωρούν ανεδαφικές ακόμα και προτάσεις οι οποίες έχουν τεθεί σε εφαρμογή σε γειτονικές πόλεις, όπως το συσκευαστήριο αγροτικών προϊόντων. Με το πρόγραμμά μας προβάλλουμε την θέλησή μας να δημιουργηθεί μια τράπεζα γης προερχόμενη κυρίως από την αναξιοποίητη γεωργική γη υψηλής παραγωγικής αξίας η οποία θα παραχωρηθεί σε χαμηλού εισοδήματος και ικανούς για  εργασία οικογενειάρχες ώστε να αυξήσουν τον γεωργικό τους κλήρο.
Προτείνουμε μια δέσμη μέτρων για τα οικονομικά του δήμου η οποία θα στηρίξει τα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα, θα εξυγιάνει την οικονομική κατάσταση του δήμου και θα βελτιώσει τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πολίτες.
 Παράλληλα προτείνουμε μια δέσμη μέτρων για την στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής με θετικά αποτελέσματα στην απασχόληση και στα εισοδήματα όλων μας. Η ελληνική και διεθνής εμπειρία την οποία λάβαμε υπόψη έχει αποδείξει ότι μεμονωμένες περιοχές αναπτύχθηκαν με δυναμισμό και πολύ διαφορετικά από τον εθνικό μέσο όρο. Η εκτίμησή μας είναι ότι η περιοχή μας έχει τις δυνατότητες να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο βήμα. Έχουμε τις ικανότητες την διάθεση και την πείρα να εφαρμόσουμε μια τέτοια πολιτική.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Οι γερμανικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο

Από την αδράνεια και τους αστικούς μύθους, στις πραγματικές διεκδικήσεις 

 Αντώνη Α. Αντωνίου, στην εφημερίδα ''Ελευθεροτυπία'', 18 Ιουνίου 2013

Στο Κοινοβούλιο ετέθη πολλές φορές από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ιδιαίτερα από την Αριστερά, το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Μετά την επανένωση της Γερμανίας, η συχνότητα συζήτησης του θέματος εντάθηκε. Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Γ. Διαμαντίδης κατέθεσε, ως αντιπολίτευση, στις 11-3-1991 επερώτηση προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Τον Οκτώβριο του 1995 το θέμα ξεπέρασε πρώτη φορά τα παραδοσιακά κομματικά στεγανά. Ετέθη από το βουλευτή Καρδίτσας του ΠΑΣΟΚ Ευρ. Καφαντάρη προς την τότε κυβέρνηση Παπανδρέου. Μάλιστα, ο βουλευτής έθεσε το θέμα της σχέσης ανάμεσα στις δύο χώρες και επεσήμανε ότι η «Ελλάδα δεν ζητιανεύει, αλλά διεκδικεί αυτό που είναι υποχρέωση της Γερμανίας απέναντί της». Δύο περίπου μήνες μετά πραγματοποιήθηκε και η ρηματική διακοίνωση προς τη Γερμανία, η πρώτη σημαντική ενέργεια της Μεταπολίτευσης.
Τον Μάρτιο του 2012 εμφανίζεται συναίνεση που διαπερνά τα κομματικά στεγανά. Υπεβλήθη αίτημα 28 βουλευτών για συζήτηση του θέματος στη Βουλή. Επειτα από έγκυρη ενημέρωση οι Επιτροπές Οικονομικών και Εξωτερικών Υποθέσεων διαπίστωσαν τη δυνατότητα της χώρας μας να λάβει αποφάσεις σχετικά με τη διεκδίκηση. Τον Απρίλιο του 2013 πρώτη φορά αναδείχτηκε το θέμα σε επίπεδο ερώτησης, την οποία ανέπτυξε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η Βουλή φαίνεται να εμφανίζει ένα σημαντικό και μόνιμο ενδιαφέρον για το θέμα. Επαιξε και παίζει τον ελεγκτικό της ρόλο. Αντίθετα, η εκτελεστική εξουσία μέχρι πρόσφατα ποτέ δεν κινήθηκε ουσιαστικά για την τεκμηρίωση των ελληνικών απαιτήσεων και τη διεκδίκηση των οφειλομένων. Ως αποτέλεσμα αυτής της απραγίας σήμερα βρισκόμαστε κοντά στο σημείο μηδέν. Οι ανακρίβειες και η έλλειψη στοιχείων οδήγησαν σε μια ιντερνετική παραμυθολογία για απαιτήσεις μυθικών ποσών. Η όποια διεκδίκησή μας πρέπει να είναι τεκμηριωμένη με σοβαρότητα και εδρασμένη σε δεδομένα. Η πραγματοποιηθείσα τεκμηρίωση των αιτημάτων, με βάση το εναπομείναν σε αποθήκες και υπόγεια αρχειακό υλικό, αποτελεί ένα σοβαρό πρώτο βήμα για να στηρίξουμε τις απαιτήσεις μας και για να περάσουμε από το μύθο στην πραγματικότητα. Αφού το αρχείο θεωρήθηκε χαμένο, σύμφωνα με τις δηλώσεις του κ. Σαχινίδη, αργότερα βρέθηκε για να αποδειχτεί μία ακόμη φορά πόσο πολύ η ελληνική πολιτική ηγεσία υποτιμά τις αρχές της σύγχρονης διοίκησης και τι επίπεδο διατήρησης αρχείων έχει επιβάλει.
Δυστυχώς, η δυσχερής δημοσιονομική μας κατάσταση, ο γνωστός πολιτικός βερμπαλισμός και η έλλειψη οργανωμένης τακτικής βασισμένης σε συγκροτημένες και συντονισμένες ενέργειες δεν μας προϊδεάζουν για θετικό αποτέλεσμα στις διεκδικήσεις μας, αν και όποτε διατυπωθούν. Είναι απολύτως αναγκαίο ένα εθνικό σύμφωνο, το οποίο θα πιστοποιεί τα διεκδικούμενα ποσά και θα μας βγάλει από τον αστικό μύθο ότι μπορούμε να επιτύχουμε δικαστικές αποφάσεις που θα δικαιολογούν απαιτήσεις πολλών τρισεκατομμυρίων. Δεν είναι δυνατόν να επιτύχουμε την οικονομική καταστροφή της Γερμανίας και δεν υπάρχει διεθνές δικαστήριο το οποίο θα νομιμοποιήσει τέτοιες απαιτήσεις.
Αναπτύσσεται, όμως, ανεδαφικό κλίμα προσδοκιών, το οποίο κάνει επιτακτική την οργανωμένη και διακομματική διαχείριση του θέματος. Πρέπει να ενημερωθεί ο ελληνικός λαός εμπεριστατωμένα και με σαφήνεια για τα αιτούμενα ποσά και να δεσμευτούν οι πολιτικοί για την από κοινού στάση στο θέμα. Για να ξεφύγουμε από τη μυθολογία πρέπει να ισχυροποιηθεί ακόμη περισσότερο η τεκμηρίωση της υπόθεσης. Πρέπει να πιστοποιηθεί επακριβώς η δυνατότητα επίτευξης δικαίωσης για κάθε διεκδικούμενο ποσό ξεχωριστά. Πρέπει να γίνει σαφές στον καθένα ότι δεν χαρίζουμε τίποτα και διεκδικούμε με σοβαρότητα.
Δεν έπρεπε το κατοχικό δάνειο να ενταχθεί στις γερμανικές αποζημιώσεις. Προτιμότερο ήταν να εξεταστεί η διεκδίκησή του ως δανείου. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, ένα δάνειο πρέπει να εξοφληθεί όπως εξοφλούνται όλα τα δάνεια. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι πολεμικές αποζημιώσεις οι οποίες επιβλήθηκαν μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στη Γερμανία είναι ένας από τους παράγοντες οι οποίοι θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την οικονομική κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και τη συνακόλουθη άνοδο του ναζισμού. Από τότε έχει αναπτυχθεί προβληματισμός σε κύκλους οικονομολόγων για τη σκοπιμότητα επιβολής πολεμικών αποζημιώσεων. Γι' αυτό, τόσο από άποψη πολιτικής τακτικής όσο και από ουσιαστική άποψη διεκδίκησης, πρέπει να διαχωρίσουμε το κατοχικό δάνειο από τις υπόλοιπες απαιτήσεις μας.

Πολλαπλασιαστές, υφαιρέσεις και οικονομική ανάπτυξη

 Αντώνη Α. Αντωνίου, στην εφημερίδα ''η Αυγή'', 23 Φεβρουαρίου 2013

Το θέατρο της παράλογης και παράταιρης οικονομικής πολιτικής συνεχίζεται. Η τρικομματική κυβέρνηση και οι μεγαλόσχημοι εντεταλμένοι διεθνών οργανισμών επέβαλαν μια πολιτική που οδήγησε και οδηγεί την ελληνική οικονομία στην καταστροφική βύθιση και υπερχρέωση. Αφού ανακάλυψαν ότι «ο πολλαπλασιαστής ήταν λάθος», συνεχίζουν απτόητοι την ίδια καταστροφική συνταγή. Το τίμημα βέβαια θα πληρώσουν πάλι οι ηττημένοι. Αν δεν αντιδράσουμε, η νεοφιλελεύθερη τυφλή πολιτική θα φτάσει ώς την πλήρη ισοπέδωση των εισοδημάτων του ελληνικού λαού και την υφαρπαγή της περιουσίας του.
Μας κρύβουν το γεγονός ότι η ύφεση του 2013 θα είναι ό,τι χειρότερο έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα. Αν συνεχιστεί απαρέγκλιτα η εφαρμοζόμενη πολιτική, θα είναι σίγουρα σημαντικά μεγαλύτερη απ' ό,τι έχει προβλεφθεί. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα είναι κάπως ηπιότερη σε ποσοστά. Οι επιπτώσεις στη κοινωνία δεν μπορούν να μετρηθούν απλώς σε αριθμούς. Η φετινή ύφεση θα είναι πολύ σκληρότερη, γιατί τα περιθώρια των μεσαίων στρωμάτων να ελιχθούν έχουν πια μειωθεί δραματικά. Το μεταναστευτικό ρεύμα σαν μοναδική πλέον λύση επιβίωσης θα είναι δυναμικά μαζικότερο και βέβαια δεν συνδέεται με καμία θετική προοπτική για την ελληνική οικονομία.
Οι κυβερνώντες, δέσμιοι της νεοφιλελεύθερης τύφλωσης, σε όλη την οικονομική τους πολιτική επιμένουν να αγνοούν την βασική οικονομική παραδοχή, ότι σε εποχές κρίσης τα νοικοκυριά τείνουν να διατηρήσουν το προηγούμενο επίπεδο διαβίωσής τους. Κατά συνέπεια, περιμένουν να βγουν χρήματα από τα σεντούκια και ξεχνούν ότι, σε μεγάλο ποσοστό, αυτά είναι τα πρώτα που θυσιάστηκαν για τη διατήρηση του επιπέδου διαβίωσης τα προηγούμενα χρόνια της ύφεσης. Η ισχυρή μείωση των εσόδων του Ιανουαρίου δείχνει ανησυχητικά σημάδια παρά την πιθανή μικρή βελτίωση που θα φέρει στην είσπραξη του ΦΠΑ το μέτρο της μη πληρωμής των εξόδων από τους πελάτες που δεν λαμβάνουν απόδειξη. Η πεισματική προσήλωση της τρικομματικής κυβέρνησης στην απαρέγκλιτη εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής μόνο θετική δεν είναι για την ελληνική οικονομία και τους πολίτες αυτής της χώρας.
***
Επειδή όμως είναι πασιφανής πλέον η άδικη και αναποτελεσματική πολιτική που ακολουθούν οι κυβερνώντες, όλο και περισσότερο αφήνουν να διαφανεί η επιρροή του διεθνούς παράγοντα στη διαμόρφωση της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής. Μεταθέτουν έτσι το βάρος στο εξωτερικό και αποτάσσουν τη δυνατότητα ανάληψης αποφάσεων που θα έδιναν αναπτυξιακή διέξοδο στην υφεσιακή πορεία.
Παραδείγματος χάριν, θα μπορούσαν να εκδώσουν πολυετή ομόλογα με αρνητικό ή μηδενικό ή πολύ χαμηλό επιτόκιο. Αυτά τα ομόλογα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την πληρωμή της μικρής συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στα επιδοτούμενα από την Ε.Ε. δημόσια έργα. Σήμερα είναι τόσο μεγάλη η οικονομική πίεση που υφίστανται οι εργολάβοι, που θα δέχονταν ακόμη και να χαρίσουν τη συμμετοχή του Δημοσίου για να πάρουν ένα έργο. Επιπλέον αφού οι εργολάβοι θα γνώριζαν ότι την συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου θα την πληρώνονταν με μακρόχρονα ομόλογα, θα ενσωμάτωναν αυτό το κόστος στην προσφορά που θα έδιναν. Μ' αυτό τον τρόπο θα εκμηδενιζόταν η άμεση ελληνική συμμετοχή στα δημόσια έργα. Αν δε εφαρμοζόταν και ένα μικρό ανταποδοτικό τέλος θα μπορούσε τα έργα αυτά να επιστρέψουν το ποσό της συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου σε ειδικό λογαριασμό στα δημόσια ταμεία, ώστε, όταν λήξουν τα ομόλογα σε είκοσι ή τριάντα χρόνια, η πληρωμή τους να γίνει ανώδυνα.
Επίσης θα μπορούσε το Ελληνικό Δημόσιο να εκδώσει ομόλογα περιορισμένης μετατρεψιμότητας. Δηλαδή ομόλογα με τα οποία θα μπορούσε αυτός που τα ελάμβανε να πληρώσει μόνο τους φόρους του στα δημόσια ταμεία. Μ' αυτό τον τρόπο θα γινόταν δυνατόν να πληρωθούν φόροι που οφείλονται στα δημόσια ταμεία από επιχειρήσεις στις οποίες οφείλει χρήματα το Δημόσιο. Αν εφαρμοζόταν αυτό το μέτρο, οι επιπτώσεις της δημοσιονομικής κρίσης στην αγορά που πάσχει από έλλειψη ρευστότητας θα μειώνονταν, όπως και η επιβάρυνση των επιχειρήσεων από τόκους, θα αυξάνονταν τα δημόσια έσοδα από έσοδα που είναι δύσκολο πλέον να εισπραχτούν και θα μειωνόταν το τεράστιο ποσό που οφείλει το Δημόσιο στην αγορά.
Αυτά είναι δύο από τα πολλά μέτρα τα οποία μπορεί να πάρει μια κυβέρνηση που δεν θέλει η οικονομία της να διολισθήσει για μια ακόμη χρονιά προς τη βαθιά ύφεση. Οι έκτακτες συνθήκες της πρωτοφανούς κρίσης που ζούμε όχι μόνο επιτρέπουν, αλλά και επιβάλλουν τέτοιες πρωτοβουλίες Δυστυχώς, βέβαια, δεν υπάρχει η πολιτική βούληση να εφαρμοστούν τέτοιου είδους μέτρα και χάρις και στους λανθασμένους πολλαπλασιαστές πραγματοποιούνται κατ' εξακολούθηση υφαιρέσεις στο πορτοφόλι των εργαζομένων από τους συγκατοίκους μας στη χώρα πολιτικούς της τρικομματικής κυβέρνησης.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Βύθιση ή ανάπτυξη

Αντώνη Α. Αντωνίου, στην εφημερίδα ''το Βήμα'', 25 Φεβρουαρίου 2012

Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί για πληροφόρηση γύρω από τη χρηματοπιστωτική μας κρίση. Παρά την τεράστια αυτή ποσότητα πληροφόρησης κάποιες πλευρές της κρίσης παραμένουν παραγνωρισμένες ή αθέατες. Μια πρώτη σιωπή αφορά την έλλειψη συγκροτημένης ευρωπαϊκής αναπτυξιακής στρατηγικής επικεντρωμένης στη σύγκλιση. Αν υπήρχε αυτή η στρατηγική θα είχε μεταξύ των άλλων σαν αποτέλεσμα την αποφυγή δημιουργίας της κρίσης. Αντίθετα η Ευρωπαϊκή Ένωση με μέτρα που έλαβε, και κυρίως με προγράμματα που προώθησε, συνέβαλε στη σημερινή βαθιά και επικίνδυνη κρίση.

Σε καμιά περίπτωση βέβαια δεν μειώνεται η ευθύνη των πολιτικών της Ελλάδας στη δημιουργία της δημοσιονομικής κρίσης. Τα εισερχόμενα από την ΕΕ χρήματα θεωρήθηκαν «μάνα εξ ουρανού» και η απορρόφησή τους άκριτη προτεραιότητα. Συνυπεύθυνοι, όμως, είναι και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί που σήμερα παριστάνουν τους τιμητές. Η Ευρώπη δέσμια εθνικών επιδιώξεων και απότοκος συγκερασμών δεν στάθηκε ικανή να χαράξει αναπτυξιακή στρατηγική με πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Έκρυψαν τα προβλήματα κάτω από το χαλί και ακόμη και σήμερα που η παγκόσμια κρίση θέτει τα θέματα με ιδιαίτερη ένταση επιμένουν σε εθνικές και κοντόφθαλμες τακτικές και στρατηγικές.

Με σοβαρές ευθύνες της ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της αγροτικής παραγωγής της Ελλάδας εμφανίστηκαν έντονα προβλήματα αναπτυξιακής προοπτικής. Χωρίς ουσιαστική αποτίμηση της δυναμικής των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων επιδοτήθηκαν προϊόντα, όπως το βαμβάκι, τα οποία αλλιώς ποτέ δεν θα μπορούσαν να έχουν προοπτική. Κατά συνέπεια η αγροτική παραγωγή έγινε μόνιμα δέσμια των χρηματικών εισροών από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αγρότες μετατράπηκαν σε ένα είδος εξαρτημένου από το κράτος και την Ε.Έ. επαγγελματία. Οδηγήθηκαν στο να εγκαταλείψουν μη επιδοτούμενες καλλιέργειες οι οποίες είχαν σημαντικά μικρότερες αποδόσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο η αυτοκατανάλωση και η μικρή μη επιδοτούμενη παραγωγή μειώθηκε. Δεν αναπτύχθηκαν μονάδες παραγωγής για την κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών και οι εισαγωγές αυξήθηκαν.

Αυτή η στροφή στον καταναλωτισμό του αγροτικού νοικοκυριού ευνοούσε, βέβαια, τις εξαγωγές των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης. Η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε όταν αναδιαμορφώθηκαν οι αγροτικές επιδοτήσεις. Μάλιστα οι αλλαγές έφεραν πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα γιατί αντί των παραγόμενων ποσοτήτων επιδοτήθηκαν τα καλλιεργούμενα στρέμματα. Μ'αυτό τον τρόπο  ήλθε η αδιαφορία για την παραγόμενη ποσότητα και σε πολλές περιπτώσεις φτάσαμε στην πλήρη εγκατάλειψη της παραγωγής αφού το κυρίως εισόδημα που προερχόταν από τις επιδοτήσεις ήταν έτσι κι αλλιώς κατοχυρωμένο και η καθαυτό παραγωγή απέδιδε ελάχιστα ή μηδενικά οφέλη.

Οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ από αυτή την εγκατάλειψη των καλλιεργειών ήταν και είναι σημαντικές αφού επηρεάστηκαν αρνητικά όχι μόνο τα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα αλλά και οι συναφείς δραστηριότητες εμπορίου και μεταποίησης. Η οπτική των αλλαγών στην κοινή αγροτική πολιτική αφορούσε την λογική μοιράσματος της πίτας σε μια ΕΕ που διευρυνόταν προς τα ανατολικά. Έλειψε ο προβληματισμός αναδιαμόρφωσης στη βάση της επίτευξης μεγαλύτερων αναπτυξιακών στόχων. Επιπλέον δεν ευνοήθηκαν ενέργειες καθετοποίησης της παραγωγής με αποτέλεσμα να εισάγουμε προϊόντα τα οποία θα μπορούσαμε να τυποποιήσουμε όπως π.χ. συσκευασμένους χυμούς πορτοκαλιών και φαρμακευτικό βαμβάκι.

Στον τομέα της μεταποίησης οι ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξαν τεράστιες. Μεταξύ των άλλων ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στα όρια του επιτρεπτού δανεισμού επιδοτούνταν επιχειρήσεις για να μεταφέρουν δραστηριότητες στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων και ανθρώπινου δυναμικού επιδοτήθηκαν να μετακινηθούν με ιδιαίτερα δυσμενή αποτελέσματα στο ΑΕΠ. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, σαν σε μαγική εικόνα, η Ελλάδα μετατράπηκε από εξαγωγέας κεφαλαίων και μεγάλος επενδυτής σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης σε υπερχρεωμένο και δύσκολα διασώσιμο εταίρο.

Στο τομέα της κατάρτισης η όποια δυναμική υπήρχε με την ανάπτυξη της λαϊκής επιμόρφωσης την δεκαετία του '80 αποδυναμώθηκε αφού η κατάρτιση σταμάτησε να βασίζεται στο ενδιαφέρον του εκπαιδευομένου. Οι καταρτιζόμενοι πληρωνόταν για να συμμετάσχουν στην κατάρτιση με αποτέλεσμα η διάθεση για την επιδότηση να επισκιάσει τη διάθεση για μάθηση και η αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού να παραμείνει κενό γράμμα. Βαθμιαία τα προγράμματα κατάρτισης μετατράπηκαν σε προγράμματα επιδότησης ανέργων και πλουτισμού ιδιωτών καταρτιζόντων.

Ένα πιο πρόσφατο κραυγαλέο παράδειγμα αποτελεί η επιδοτούμενη δημιουργία κέντρων αποκατάστασης τα οποία χάρις στα κονδύλια της ΕΕ φύτρωσαν σε όλη την Ελλάδα. Μπορεί να ήταν χρήσιμη η δημιουργία τους αλλά ενώ βρισκόμασταν στα όρια υπερχρέωσης, αυτή ήταν η επιδότηση στην οποία έπρεπε να κατευθυνθεί η χώρα; Πρόκειται για μια επιδότηση που ενέτεινε την αύξηση των δαπανών υγείας την ίδια χρονική στιγμή που ήταν δυσχερής η κάλυψη σημαντικών δαπανών όπως των δαπανών των νοσοκομείων.

Είναι σαφείς, λοιπόν οι ευθύνες της ΕΕ στην δημιουργία της κρίσης χρέους. Το τραγικότερο όλων είναι ότι εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης παίρνονται μέτρα τα οποία όχι μόνο δεν έχουν θετικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία αλλά οξύνουν τα προβλήματα. Η περιοριστική πολιτική μειώνει τις θέσεις εργασίας, δρακόντειοι νόμοι δυσχεραίνουν την απασχόληση των συνταξιούχων, οι μετανάστες φεύγουν, οι Έλληνες αρχίζουν να μεταναστεύουν και κατά συνέπεια το εργατικό δυναμικό της χώρας μειώνεται. Επί πλέον η εφαρμοζόμενη πολιτική στρέφει τους εργαζόμενους ιδιαίτερα του δημόσιου τομέα στην συνταξιοδότηση. Οι ανωτέρω καταστάσεις οδηγούν σε μαύρη εργασία, μείωση του ΑΕΠ και αύξηση του δημόσιου χρέους τόσο σαν ποσοστό του ΑΕΠ όσο και ανά εργαζόμενο.

Η μόνη διέξοδος από την κρίση είναι η οικονομική ανάπτυξη. Αλλιώς η βύθιση της ελληνικής οικονομίας θα πάρει τέτοιες διαστάσεις που δεν θα διαφέρει και πολύ από την άτακτη χρεοκοπία. Η μείωση της ελληνικής συμμετοχής στο 5% αποτελεί κοροϊδία για μια χώρα που δυσκολεύεται να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Θα πρέπει άμεσα να επιδιωχθεί ο μηδενισμός της ελληνικής συμμετοχής τουλάχιστον για τα χιλιάδες ημιτελή έργα. Τα ελάχιστα μέτρα ενίσχυσης της απασχόλησης που εξαγγέλλονται συνεχίζουν να κινούνται στο ίδιο αποτυχημένο πλαίσιο συνταγών. Παραδείγματος χάριν το πρόγραμμα εκτέλεσης έργων με αυτεπιστασία προβλέπεται να απασχολήσει 120.000 άτομα στους δήμους την επόμενη τριετία.

Τι πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία θα έχουν τα έργα αυτά των δήμων; Θα ενισχυθεί με κανένα από αυτά ο παραγωγικός ιστός της χώρας; Ποια είναι η αναπτυξιακή προοπτική με την οποία πρέπει να είναι συμβατό το κάθε μέτρο ενίσχυσης της απασχόλησης; Την ίδια μονιμότητα που επιζητούν για τις περικοπές δαπανών και την αύξηση εσόδων οι τροϊκανοί πρέπει να επιδιώξουν οι Έλληνες πολιτικοί για τα θετικά αποτελέσματα που θα έχουν τα μέτρα οικονομικής ανάπτυξης.  

Η διέξοδος από την κρίση απαιτεί αναπτυξιακή δέσμη μέτρων που θα αναβαθμίζει το παραγωγικό δυναμικό σε τομείς με προοπτική και θα απευθύνεται και στην ελληνική μικρή επιχείρηση. Αυτό είναι το διακύβευμα των ημερών που έρχονται. Αν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θέλουν το πλεονέκτημα της ανάπτυξης του παραγωγικού ιστού για τις χώρες τους τότε πρέπει να πληρώσουν και το λογαριασμό των δανείων. Η συνεχιζόμενη βύθιση της ελληνικής οικονομίας δεν επιτρέπει πλέον την παραμικρή ολιγωρία.

Με επιταχυνόμενο ρυθμό στην υφεσιακή μας πορεία

 Αντώνη Α. Αντωνίου στην εφημερίδα ''το Βήμα'', στις 3 Μαΐου 2012

Δεν φαίνεται να βασίζεται πουθενά το ιδιαίτερα αισιόδοξο σενάριο για μια ύφεση κοντά στο 5%. Τα μέτρα που παίρνονται, είναι μέτρα αύξησης του χρέους και των σχετικών δεικτών. Το χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία τρία χρόνια παρά το PSI. Για αυτή την αύξηση ευθύνεται σημαντικά η μείωση του ΑΕΠ η οποία προκλήθηκε από την εφαρμοζόμενη μνημονιακή πολιτική. Συγκεκριμένα το δημόσιο χρέος αποτιμήθηκε ότι ανερχόταν το 2009 στα 390.417.514 δολάρια και έφτανε στο 115,3% του ΑΕΠ. Σήμερα, ενώ έχει μεσολαβήσει το PSI, αποτιμάται στα 394.915.616 δολάρια. Σαν ποσοστό του ΑΕΠ φτάνει όμως το 141%, χάρις στην ύφεση και την συνακόλουθη πτώση του ΑΕΠ.

Σημαντικά αυξήθηκε και ο πιο εξειδικευμένος δείκτης χρέος ανά εργαζόμενο. Είναι ένας δείκτης ιδιαίτερα χρήσιμος αφού δείχνει την σχέση του χρέους με το παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας μιας χώρας. Με την αύξηση της ανεργίας, την αύξηση των συνταξιούχων και την αποχώρηση των μεταναστών τα τελευταία χρόνια ο δείκτης χειροτέρεψε σημαντικά.

Επί πλέον οι μειώσεις μισθών, η αύξηση της φορολογίας, η αύξηση της ανεργίας, η αύξηση των συνταξιούχων και η αποχώρηση των μεταναστών είχαν και έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην ενεργό ζήτηση. Η αύξηση της ανεργίας οδήγησε σε μείωση την ενεργό ζήτηση και συνεπώς και την είσπραξη ΦΠΑ καθώς και σε μείωση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων.

Η μετατροπή των δημοσίων υπαλλήλων σε συνταξιούχους δεν έχει ιδιαίτερα θετικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό αφού μειώνει τις δαπάνες μισθοδοσίας αλλά αυξάνει τις ανάγκες ενίσχυσης των επιδοτούμενων από το κράτος ασφαλιστικών ταμείων. Επί πλέον έχει ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις στην βραχυπρόθεσμη ενεργό ζήτηση γιατί η πρώτη σύνταξη φτάνει συνήθως στον ασφαλισμένο ένα περίπου χρόνο μετά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης. Ακόμη με μέτρα σημαντικής οικονομικής επιβάρυνσης έχει γίνει προσπάθεια να εμποδιστούν οι συνταξιούχοι από το να απασχοληθούν, γεγονός που ενισχύει την παράνομη απασχόληση και την παραοικονομία γενικότερα.

Η αποχώρηση των μεταναστών, εκτός από μείωση του εργατικού δυναμικού, συνοδεύτηκε και από σημαντική έξοδο των κεφαλαίων που μέχρι τότε είχαν συσωρεύσει στις ελληνικές τράπεζες. Η μείωση της ενεργού ζήτησης και συνακόλουθα του ΑΕΠ της χώρας δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά την πολιτική ηγεσία αφού δεν είδαμε κανένα μέτρο που να έχει ως στόχο την αποτροπή της.

Το πρόβλημα είναι, ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου, εφαρμόζει με μεγαλύτερη συνέπεια τα πακέτα μέτρων της τρόϊκας, από την κυβέρνηση Παπανδρέου που είχε και κάποιους εσωτερικούς κλυδωνισμούς. Μέτρα, που πουθενά στον κόσμο δεν πέτυχαν τα εξαγγελλόμενα αποτελέσματα, αλλά οδήγησαν σε ένα οργιώδες πάρτυ κερδοσκοπίας. Τα μέτρα αυτά, δεν μας οδηγούν κάπου αλλού εκτός από την προσωπική και εθνική καταστροφή.

Το σύνολο των μέτρων που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια αλλά και το κάθε μέτρο χωριστά οδηγούν στη χειροτέρευση του προβλήματος υπερχρέωσης.

Η ελληνική οικονομία θα μπορούσε, βέβαια, να δει μια αχτίδα φωτός από την ανάπτυξη του τουρισμού. Μετά από χρόνια συνεχούς και οδυνηρής ύφεσης δεν έγινε δυνατό το στοιχειώδες, δηλαδή μια εθνική συναίνεση στον τομέα του τουρισμού. Η αύξηση του τουρισμού αποτελούσε και αποτελεί την μόνη σχεδόν δυνατότητα άμεσης ανάσχεσης της ύφεσης. Κι όμως δεν επιδιώχθηκε να δημιουργηθεί κλίμα συναίνεσης και όπως φαίνεται πάμε για ένα θερμό απεργιακά καλοκαίρι.

Αλλωστε έχουμε δημιουργήσει αυτοκαταστροφική παράδοση με εξαγγελίες μέτρων που ο καθένας καταλάβαινε ότι θα δημιουργήσουν θύελλα και στη συνέχεια απεργίες μέσα στην αιχμή της τουριστικής περιόδου. Όπως φαίνεται η πολιτική ηγεσία του τόπου συνεχίζει να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και ασχολείται με μικροπολιτική αποδεικνύοντας, μεταξύ των άλλων, πόσο η ανώτερη πολιτική ελίτ έχει αυτονομηθεί από την ελληνική κοινωνία και δεν την αγγίζουν τα προβλήματα του ελληνικού λαού.

Είναι δε τόσο αναποτελεσματική η διαχείριση των δημοσίων οικονομικών από τους Έλληνες πολιτικούς που καταντά παροιμιώδης. Ακόμη και με τις πιο ευνοϊκές συνθήκες αποτυγχάνουν πλήρως. Παραδείγματος χάριν ο ζημιογόνος ΟΔΔΥ. Χιλιάδες επαγγελματίες ζούσαν και ζουν από το εμπόριο μεταχειρισμένου αυτοκινήτου με ενοικιασμένες επαγγελματικές στέγες και αγοράζοντας τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, που μεταπωλούσαν. Ο ΟΔΔΥ, με δωρεάν αυτοκίνητα, εγκαταστάσεις και άλλα υλικά παραχωρημένα από το δημόσιο, κατάφερνε να έχει σημαντικές ζημιές. Πρόκειται για ανικανότητα επίτευξης έστω και μικρού κέρδους υπό τις πιο ευνοϊκές συνθήκες.

Τίποτε δεν πάει καλύτερα φέτος από πέρυσι. Αν και η επόμενη κυβέρνηση συνεχίσει την πολιτική αυστηρής τήρησης του μνημονίου τότε πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα, είναι ένα σενάριο, που δείχνει την ύφεση να είναι φέτος κοντά στο 10% και όχι στο υπεραισιόδοξο 5%. Τα προβλήματα, θα οξυνθούν με γοργό ρυθμό, γιατί τα αποθέματα και οι οικονομικοί ελιγμοί είναι όλο και πιο δύσκολοι γι' αυτούς που προσπαθούν να ξεφύγουν από την κατηφόρα. Πολλαπλασιάζονται οι συνάνθρωποί μας, που δεν θα μπορούν να τα βγάλουν πέρα και αυτή η κατάσταση είναι και θα είναι το ίδιο άσχημη για τους μισθωτούς αλλά και τους μικροεπαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους.

Οι μικροεπαγγελματίες μάλιστα, βάζοντας λουκέτο οριστικά στην επιχείρησή τους, όχι μόνο δεν θα έχουν κεφάλαιο να ανοίξουν καινούργια αλλά θα χρωστούν και κάποια σοβαρά ποσά σε άλλους ,δημιουργώντας ένα καθοδικό ντόμινο στην αγορά.

Μια από τις λίγες εναπομείνασες ελπίδες ανακοπής της κατρακύλας είναι το κούρεμα των ομολόγων των Κεντρικών Τραπεζών. Δεν φαίνεται όμως να αποτελεί θέμα για τις προεκλογικές μας συζητήσεις αυτή η λογική επιδίωξη αφού κεντρικές τράπεζες έχουν αγοράσει ελληνικά ομόλογα ακόμη και στο 50% της αξίας τους και θα μπορούσαν χωρίς ζημιά να πληρωθούν με βάση την τιμή αγοράς και όχι με βάση την ονομαστική αξία των ομολόγων. Άλλωστε ο ρόλος μιας Κεντρικής Τράπεζας δεν θα έπρεπε να είναι η κερδοσκοπία και η αποκόμιση τεράστιων κερδών αλλά η ενίσχυση της σταθερότητας και της ανάπτυξης.

Επιτακτική ανάγκη η αναθεώρηση της πολιτικής διαχείρισης του δημοσίου χρέους




Αντώνη Α. Αντωνίου , Ελληνική Γνώμη, Düsseldorf7 Νοεμβρίου 2012



Για ακόμη μια φορά βρισκόμαστε κοντά στη λήψη επώδυνων μέτρων για την ελληνική οικονομία και τους Έλληνες πολίτες και είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται για τα τελευταία μέτρα. Παρά την κρισιμότητα των περιστάσεων και τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες, από τα προανακρούσματα των μέτρων που εμφανίζονται στον τύπο, αποκομίζει κανείς την αίσθηση, ότι οι αποφάσεις δεν λαμβάνουν υπ’ όψη ούτε τους οικονομικούς δείκτες, ούτε την στήριξη και διευκόλυνση της ανάπτυξης των παραγωγικών δραστηριοτήτων, με τρόπο που να ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ταλαιπωρημένων κατοίκων αυτής της χώρας. Αυτό δε, είναι χαρακτηριστικό το οποίο είχαν και οι προηγούμενες δέσμες μέτρων . Η ισχνότητα των επιχειρημάτων των τροϊκανών είναι τόσο εξόφθαλμη, που θα ήταν αδύνατη η στήριξή τους χωρίς την προώθησή τους από το τρομακτικής ισχύος χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Συνδεδεμένη με την χαμηλή πειστικότητα των μέτρων είναι και η τακτική της επιβολής τους τη τελευταία στιγμή υπό την απειλή χρεοκοπίας και της μη καταβολής μισθών και συντάξεων. Μ’ αυτό τον τρόπο οι όποιες αντιδράσεις μειώνονται, αλλά το κοινοβούλιο και γενικότερα οι δημοκρατικοί θεσμοί υποβαθμίζονται και επιβεβαιώνεται στην πράξη ότι οι δανειστές είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Αυτή η τακτική επιβολής των μέτρων βέβαια, αποκλείει κάθε σοβαρό διάλογο και την πλήρη εκτίμηση των επιπτώσεών τους  στην ελληνική οικονομία.
Παραδείγματος χάριν στην επερχόμενη φορολογική μεταρρύθμιση φαίνεται ότι θα προβλέπεται η φορολόγηση των αγροτεμαχίων, των οποίων οι ιδιοκτήτες δεν είναι αγρότες. Σήμερα, λόγω των συνθηκών ασφυκτικής ανόδου του κόστους παραγωγής που έχει επιβληθεί, εκτεταμένα τμήματα αγροτικής γης δεν καλλιεργούνται, αφού η καλλιέργειά τους είναι αντιπαραγωγική. Το φαινόμενο αυτό δεν συνδέεται με το αν ο ιδιοκτήτης είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης ή όχι αλλά με τις ασφυκτικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στον αγροτικό τομέα. Αν υπήρχε απόδοση στην γεωργική γη, αυτοί που δεν μπορούσαν να την καλλιεργήσουν, θα την ενοικίαζαν με ένα έστω χαμηλό τίμημα. Η μη αξιοποίηση των αγροτεμαχίων, δείχνει πόσο εχθρική είναι η πολιτική, που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια απέναντι στον πρωτογενή τομέα παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, αντί να υπάρξει μια στροφή στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών παραγωγής η οποία θα είχε ευνοϊκές επιπτώσεις τόσο στο Α.Ε.Π. όσο και στο εμπορικό ισοζύγιο, προωθείται η φορολόγηση των αγροτεμαχίων που κατέχουν όσοι δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, με προφανείς στενά εισπρακτικούς στόχους. Πρόκειται, για μια επιβολή της λογικής του τοκογλύφου ο οποίος απλά ενδιαφέρεται για την είσπραξη των τόκων του χωρίς να ενδιαφέρεται για την δυστυχία που προκαλεί.
Από την άλλη παρά τον τεράστιο όγκο πληροφόρησης, πλήρης συσκότιση υπάρχει για θέματα,που έπρεπε να έχουν κυρίαρχο ρόλο στην ενημέρωση, λόγω της σπουδαιότητάς τους. Αναφερόμαστε στην επιμήκυνση, η οποία δεν προσφέρει τίποτα χωρίς τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού. Στο θέμα των επιτοκίων δανεισμού οι σχέσεις ισχύος επιβάλλουν να δανειζόμαστε με το ίδιο επιτόκιο από όλες τις χώρες. Κατά συνέπεια άλλες χώρες οδηγούνται κι’ αυτές στην υπερχρέωση και άλλες όπως η Γερμανία, αποκομίζουν τεράστια κέρδη. Αν σήμερα δεν ληφθούν σημαντικά μέτρα ελάφρυνσης των υποχρεώσεων της χώρας, όπως η μείωση των επιτοκίων η κατάσταση αύριο θα είναι πολύ χειρότερη και η εξυπηρέτηση των δανείων μας ακόμη πιο επώδυνη. Οι ίδιες σχέσεις ισχύος επιβάλλουν, τη στιγμή που στην Ελλάδα μειώνονται αναπηρικά επιδόματα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αποκομίζει τεράστια κέρδη από την αγορά υποτιμημένων ελληνικών ομολόγων και την πληρωμή τους από τη χώρα μας στο ακέραιο. Η οικονομία όμως, έχει τους δικούς της νόμους και δεν αρκεί να διατείνονται οι ευρωπαίοι διαχειριστές ότι αντιμετωπίζουν την κρίση. Με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που ακολουθούνται και χωρίς ευρύτερη οπτική από τους ιθύνοντες τα προβλήματα υπερχρέωσης των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου θα διογκωθούν και δεν θα αργήσει η μέρα  που το ελληνικό δημόσιο χρέος θα προσεγγίζει το 200% του Α.Ε.Π. Τότε θα απαιτηθούν άλλου είδους ιδιαίτερα επώδυνες πολιτικές για την αντιμετώπιση των τεράστιων προβλημάτων που θα κατακλύζουν την ευρωζώνη.
Οι Έλληνες πολιτικοί εμφανίζονται μονομερώς προσανατολισμένοι σε μέτρα που συντελούν στην μείωση της εγχώριας κατανάλωσης και να αγνοούν μέτρα όπως η φορολόγηση του ιντερνετικού τζόγου, των καταθέσεων εξωτερικού, η δραστική μείωση των δαπανών του υπουργείου Εξωτερικών. Τα αποτελέσματα είναι οδυνηρά και θα είναι ακόμη πιο οδυνηρά με τη νέα δέσμη μετρων που ψηφίζεται αυτές τις  μέρες.
Είναι επιτακτική ανάγκη στις σημερινές κρίσιμες συνθήκες να αναπτυχθεί ένα ισχυρό κίνημα αντιστασης στην υποβάθμιση της ζωής μας. Πρέπει να τεθούν θέματα αιχμής όπως  ο λογιστικός έλεγχος του δημοσίου χρέους, η δραστική μείωση των επιτοκίων δανεισμού και η πληρωμή με βάση την τιμή κτήσης και όχι την ονομαστική αξία των ομολόγων που κατέχουν οι Ευρωπαϊκές Κεντρικές Τράπεζες με πρώτη την Ε.Κ.Τ. Δυστυχώς, τα μέτρα που θα παρθούν σύντομα δεν είναι σε καμία περίπτωση τα τελευταία. Αν δεν υπάρξει μεταστροφή πολιτικής θα διαπιστώσουμε ότι το πιο άσχημο πρόσωπο της κρίσης δεν είναι πίσω μας αλλά μπροστά μας. Επιβάλλεται σήμερα να σώσουμε το σπίτι μας από την πυρκαγιά γιατί αλλιώς σε ένα πολύ κοντινό αύριο θα είμαστε άστεγοι επαίτες στις αγορές της Ευρώπης.

Πραγματισμός και οικονομική κρίση

 

Αντώνη Α. Αντωνίου, Ελληνική Γνώμη Düsseldorf, 15 Ιουλίου 2012




Η νέα ελληνική κυβέρνηση, έχει αληθινά, δύσκολο έργο. Το τραπεζικό σύστημα, τα ασφαλιστικά ταμεία και τα δημόσια οικονομικά, είναι σε άθλια κατάσταση. Ο ιδιωτικός τομέας έχει υποστεί αλλεπάλληλα ισχυρά χτυπήματα και πλέον δείχνει σημάδια πλήρους αποδιοργάνωσης.
Το δυσκολότερο απ’ όλα είναι να τροποποιηθεί η πολιτική συμπεριφορά. Πρέπει να πάψουμε να βαυκαλιζόμαστε με ελάχιστο πραγματισμό και έρμαια των εμμονών μας. Σε μια χώρα που τρίζει συθέμελα ένας σημαντικός αριθμός πολιτικών δεν δείχνει να προβληματίζεται και να έχει την παραμικρή αμφιβολία. Πολλές φορές η πολιτική ηγεσία, αυτονομημένη από τον τρόπο διαβίωσης της πλειοψηφίας των Ελλήνων, αφού απολαμβάνει ειδικών προνομίων, δεν δείχνει να έχει μια υγιή σχέση ανάδρασης με τα ερεθίσματα, που τους δίνει η ελληνική κοινωνία. Οι μόνοι σίγουροι Έλληνες, φαίνεται να βρίσκονται στα κομματικά επιτελεία.
Στους υπόλοιπους, που δεν πείθονται, αναπτύσσονται έντονα αρνητικοί προβληματισμοί και βέβαια χάρη στην ευπιστία μας και το χαμηλό επίπεδο κριτικής σκέψης πολλών είμαστε επιρρεπείς σε επιπόλαιες και εύκολες λύσεις. Η ευπιστία, οδηγεί και στην υιοθέτηση αστικών μύθων με μαγικές λύσεις. Περιμένουν αρκετοί τον από μηχανής Θεό, ο οποίος θα μας σώσει από τα προβλήματα, που μας πνίγουν. Ευχής έργο θα ήταν να πάψουμε να είμαστε εγκλωβισμένοι σε στενά κομματικές λογικές, που κονταροχτυπιούνται με την πραγματικότητα και να κατασκευάζουμε εύκολα εχθρούς. Αντί να σκεφτούμε αντικειμενικά, πολύπλευρα και σε βάθος τα προβλήματα μας στα διάφορα ιντερνετικά site, οι “διάλογοι”, όπως κατ’ ευφημισμό αποκαλούμε στην Ελλάδα τους διπλούς ή πολλαπλούς μονόλογους, είναι γεμάτοι βρισιές, υπονοούμενα και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς.
Πνιγμένοι στην αυταρέσκειά μας, δεν μπορούμε να δούμε αντικειμενικά τα λάθη μας και από το υπερτροφικό μας εγώ πέφτουμε στην αντίθετη πλευρά, στην κατάθλιψη. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα, που λέει ότι δεν παίζουμε σωστά το ρόλο μας σαν πολίτες. Πολλές φορές στέλνουμε στη Βουλή ανθρώπους εντελώς ακατάλληλους για τον ρόλο τους, γιατί έτσι νομίζουμε ότι επιτάσσει το προσωπικό μας συμφέρον. Στη συνέχεια όμως, αντί να διορθώσουμε της στάση μας και επιτέλους να κινηθούμε σαν υπεύθυνοι πολίτες, θεωρούμε ότι φταίει η δημοκρατία, οι ελευθερίες και όλοι οι άλλοι, εκτός από εμάς.  Δείχνουμε να αγνοούμε, ότι όλες οι χώρες με δημοκρατική παράδοση δεν αντιμετώπισαν τα οξύτατα δημοσιονομικά προβλήματα, που εμφάνισαν χώρες στις οποίες κυριάρχησαν δικτατορίες στην μεταπολεμική τους ιστορία. Χώρες, που υπέφεραν από τα δικτατορικά τους καθεστώτα όπως, η Χιλή, η  Αργεντινή, η Ισπανία, η Πορτογαλία και βέβαια η Ελλάδα.
Αντί να εγκαταστήσουμε απαρέγκλιτα μεθόδους αξιοκρατίας και πολλαπλών ελέγχων στο ελληνικό δημόσιο και να  δημιουργήσουμε εθνικά επιστημονικά επιτελεία διαχείρισης των δημοσιονομικών, αλλά και των λοιπών μας προβλημάτων αρκεστήκαμε στα κομματικά επιτελεία. Δυστυχώς τα επιτελεία  των υπουργών έχουν εκπέσει σε μηχανισμούς αποκατάστασης ημετέρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο νόμος για τους συμβούλους του πρωθυπουργού που προβλέπει συμβούλους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Τι μπορεί να συμβουλέψει ένα κομματικό στέλεχος που έχει τελειώσει μερικές τάξεις του δημοτικού έναν πρωθυπουργό ή έναν υπουργό;  Οι νεοφιλελεύθεροι, βέβαια, εδραζόμενοι στην απέχθεια που δημιουργεί αυτή η ασυδοσία, υποτιμούν γενικά τον ρόλο του κράτους και περιμένουν με χαρά τα πογκρόμ κατά των δημοσίων υπαλλήλων. Δεν αναφέρουν βέβαια, ότι οι αμοιβές των υπαλλήλων ανακυκλώνονται συνήθως στην Ελλάδα και τονώνουν την ενεργό ζήτηση, ενώ μεγάλο μέρος των ομολόγων κατέχεται από ομολογιούχους του εξωτερικού και με κάθε πληρωμή τους πολύτιμο χρήμα χάνεται από τη χώρα. Επίσης δεν αναφέρουν, ότι αν γίνουν απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων θα ενισχυθεί με μεγάλη ταχύτητα και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ακόμη και από σήμερα, ο δείκτης της ανεργίας.
Οι πολιτικοί μας βέβαια, κατάφεραν με την υπογραφή τους να δεχτούν την εξίσωση των μετατάξεων με τις προσλήψεις. Έτσι ακόμη και  υπηρεσίες καίριες για τα δημόσια έσοδα, έχουν τεράστιες ελλείψεις προσωπικού, ενώ σε άλλες υπηρεσίες σημαντικός αριθμός προσωπικού περισσεύει. Ενώ λοιπόν, το κυρίως πρόβλημά μας είναι η μη ύπαρξη αποτελεσματικού κράτους και η υποβάθμισή του από τις κυρίαρχες κομματικές ηγεσίες, εμείς δεν επικεντρωνόμαστε στη δημιουργία και ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού κράτους. Έτσι δεν εκφράζεται ισχυρή κοινωνική συσπείρωση γύρω από  την επιβολή του νόμου η οποία θα μας έλυνε πολλαπλά προβλήματα, από την διαφθορά των πολιτικών μέχρι την εγκληματικότητα.
Υπάρχει άλλο τόσο διψασμένο για κάθε δουλειά τμήμα του εργατικού δυναμικού από τους μετανάστες; Πού είναι ένα σχέδιο αξιοποίησης των μεταναστών υπέρ της εθνικής οικονομίας; Λες και δεν γνωρίζουμε, ότι το μεταπολεμικό γερμανικό οικονομικό θαύμα οφείλεται στους μετανάστες,  νομίζουμε, ότι για την εγκληματικότητα φταίνε οι μετανάστες και όχι, κυρίως, το αναποτελεσματικό μας κράτος.  Μάλιστα ενώ η εγκληματικότητα οργιάζει και πάνοπλοι ληστές με  καλάσνικοφ αλωνίζουν την Αθήνα τέθηκε προεκλογικά θέμα επιστροφής του αστυνομικού της γειτονιάς! Τι να κάνει ο αστυνομικός της γειτονιάς μπροστά στους οπλισμένους με καλάσνικοφ ληστές;
Με μια τέτοια κατάσταση στα επιτελεία του κράτους δεν είναι παράξενο το ότι δεν έχουμε αντιμετωπίσει βασικές πλευρές του δημοσιονομικού μας προβλήματος αντίθετα με μέτρα που πήραμε επιβαρύναμε σημαντικά την δημοσιονομική μας κατάσταση και τους σχετικούς δείκτες. Παραδείγματος χάριν η συνεχιζόμενη αύξηση των συνταξιούχων που χειροτερεύει την εικόνα του δείκτη χρέος ανά εργαζόμενο. Ενώ βασικές παράμετροι αντιμετώπισής της δημοσιονομικής κρίσης δεν έχουν τεθεί καν, οι τηλεοπτικές και ιντερνετικές αερολογίες αναμεταδίδονται και αναπαράγονται σε χιλιάδες εκδοχές ατελείωτων επιφανειακών συζητήσεων.
Ας αναφερθώ συγκεκριμένα: Ακούμε συνέχεια, ότι η μείωση των δημοσίων δαπανών προκαλεί ύφεση, γιατί μειώνει την ενεργό ζήτηση στο εσωτερικό της χώρας. Αυτή είναι η αλήθεια, αλλά όχι όλη. Ένα τμήμα των δαπανών του κράτους κατευθύνεται στο εξωτερικό. Αφού καταγραφεί η χρησιμότητά τους, οι περισσότερες από τις δαπάνες αυτές θα έπρεπε να τύχουν μηδενισμού ή ειδικής πολιτικής ισχυρών μειώσεων. Παραδείγματος χάριν, δεν έχει ασχοληθεί κανένας με τη σοβαρή μείωση δαπανών του υπουργείου Εξωτερικών, που κατευθύνονται στο εξωτερικό, όπως π.χ. ενοίκια πρεσβειών, ώστε να υπάρξει μείωση δαπανών χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στην ύφεση. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής μείωσης των δαπανών θα μπορούσε να επιδιωχθεί συνεργασία με την Κύπρο, στην οικονομία της οποίας σημειωτέον ότι φέραμε ένα καίριο χτύπημα με το PSI, ώστε να υπάρξει σε μεγάλο αριθμό διπλωματικών αποστολών συστέγαση ή και κοινή εκπροσώπηση των δύο χωρών. Θα προσφέραμε έτσι βοήθεια στην Κύπρο, βοήθεια στα δημόσια οικονομικά μας και δεν θα είχαμε υφεσιακά αποτελέσματα. Επί πλέον με μια σωστή οργάνωση αυτής της διαδικασίας συνεργασίας εκτός από την εξοικονόμηση χρημάτων θα μπορούσε να αναβαθμιστούν οι παρεχόμενες υπηρεσίες στους ομογενείς.
Το ανωτέρω θέμα, ενώ έχει μεγάλες προοπτικές εξοικονόμησης δαπανών, δεν έχει τεθεί καν. Αντίθετα βέβαια, στα πλαίσια της λογικής των κομματικών αντιπαραθέσεων, έχει συζητηθεί επανειλημμένα και χωρίς αποτέλεσμα η αποστολή στο Αφγανιστάν. Πάντως, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα επέτρεπε σήμερα την αποχώρηση τής ελληνικής αποστολής μικρό διάστημα, πριν αποχωρήσουν άλλες αποστολές.
Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει λοιπόν να αναπτύξει μια άλλη σχέση με τα επιτελικά της όργανα και να επιδείξει δημιουργικότητα συνέπεια και πραγματισμό στην αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης.